Βραχυπρόθεσμα η αύξηση των επιτοκίων μπορεί να είναι θετική, αλλά εάν η οικονομία επιδεινωθεί, οι τράπεζες θα έχουν να αντιμετωπίσουν προκλήσεις, ανάμεσά τους και πιθανή αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, εκτιμά ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ) Χοσέ Εμανουέλ Κάμπα στη συνέντευξή του στα «ΝEA» ενόψει της επίσκεψής του στην Αθήνα για να συμμετάσχει στο συνέδριο «Το μέλλον της βιώσιμης χρηματοδότησης».
Ποιες οι επιπτώσεις στις ευρωπαϊκές τράπεζες από τον πόλεμο στην Ουκρανία;
Η συνολική έκθεση του τραπεζικού τομέα στη Ρωσία ήταν ελαφρώς πάνω από 70 δισ. ευρώ και στην Ουκρανία περίπου 17 δισ. ευρώ, συνολικά περίπου 90 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί περίπου το 0,3% του συνόλου του ενεργητικού του συστήματος. Από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία, πολλές τράπεζες μείωσαν τις άμεσες εκθέσεις τους στη Ρωσία και την Ουκρανία σταματώντας τις δραστηριότητές τους εκεί. Βραχυπρόθεσμα ο αντίκτυπος είναι περιορισμένος. Μεγαλύτερη ανησυχία προκαλούν οι έμμεσες επιπτώσεις από τις υψηλές τιμές ενέργειας και εμπορευμάτων, από τη μειωμένη οικονομική δραστηριότητα, τις οποίες παρακολουθούμε προσεκτικά.
Τι θα μπορούσαν να σημαίνουν τα υψηλότερα επιτόκια, ο υψηλός πληθωρισμός και η οικονομική επιβράδυνση για τις τράπεζες;
Εάν η οικονομία συνεχίσει να αναπτύσσεται, η αύξηση των επιτοκίων μπορεί να είναι επικερδής για τις τράπεζες επιφέροντας αύξηση του καθαρού επιτοκιακού εισοδήματος εν μέρει μέσω και της διεύρυνσης των περιθωρίων. Εάν όμως επιδεινωθεί η οικονομία και αυξηθούν περαιτέρω τα επιτόκια, τότε αναμένεται να δούμε υποβάθμιση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων, αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) και αυτό θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην κερδοφορία των τραπεζών. Εάν ο πληθωρισμός είναι επίσης επίμονος θα πλήξει το λειτουργικό κόστος των τραπεζών, το οποίο θα είναι μειονέκτημα για την κερδοφορία. Εν κατακλείδι, βραχυπρόθεσμα η αύξηση των επιτοκίων μπορεί να είναι θετική, αλλά εάν η οικονομία επιδεινωθεί, οι τράπεζες θα έχουν να αντιμετωπίσουν προκλήσεις.
Μπορεί να δούμε τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια να αυξάνονται σημαντικά και ειδικότερα στην Ελλάδα, που έχει καταφέρει να μειώσει τον όγκο τους;
Ενα από τα θετικά αποτελέσματα που είδαμε τα τελευταία δυόμισι χρόνια είναι ότι ορισμένες τράπεζες και στην Ελλάδα συνέχισαν να απαλλάσσονται από ΜΕΔ. Το συνολικό απόθεμα ΜΕΔ στην ΕΕ μειώθηκε μεταξύ 2020-22. Οσο προχωράμε, είναι πιθανό τα ΜΕΔ να αυξηθούν, καθώς πιθανώς να εμφανιστούν κάποιες παθογένειες προερχόμενες από την πανδημία αλλά και την πιθανή επιδείνωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος. Πόση θα είναι η αύξηση εξαρτάται από το πώς εξελίσσεται το μακροοικονομικό περιβάλλον, δεν αναμένουμε, πάντως, τεράστια αύξηση. Πιστεύουμε ότι σήμερα οι τράπεζες είναι πολύ καλύτερα εφοδιασμένες για να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε πιθανή αύξηση στην εισροή των ΜΕΔ.
Θα μιλήσετε για τη βιώσιμη χρηματοδότηση στο Συνέδριο. Τι σημαίνει για τον τραπεζικό δανεισμό;
Η βιώσιμη χρηματοδότηση είναι ένας ευρύς όρος, αλλά βασικά αναφέρεται στη διαδικασία όπου λαμβάνονται υπόψη περιβαλλοντικά, κοινωνικά ζητήματα και θέματα διακυβέρνησης, κατά τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων από τις εταιρείες και κατά τη λήψη αποφάσεων για δανεισμό εταιρειών και νοικοκυριών από τις τράπεζες. Η βιώσιμη χρηματοδότηση στην ΕΕ διαδραματίζει βασικό ρόλο για την επίτευξη αυτού που είναι ίσως η υψηλότερη προτεραιότητα της ΕΕ, τη βιωσιμότητα των παραγωγικών οικονομιών και τη μετάβαση προς μία πιο βιώσιμη παραγωγική οικονομία. Ο χρηματοοικονομικός τομέας πρέπει να είναι εκεί για να υποστηρίξει το εγχείρημα αυτό. Οι τράπεζες πρέπει να είναι προετοιμασμένες να παρακολουθούν κατάλληλα τους κινδύνους που ενέχουν αυτοί οι επενδυτικοί στόχοι, ώστε να μπορούν να λειτουργήσουν ως καταλύτης.
Πώς θα αξιολογούσατε την ικανότητα του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που σχετίζονται με τη βιώσιμη χρηματοδότηση;
Σίγουρα είναι αναγκαίο ως μέρος της διαχείρισης κινδύνου από τις τράπεζες αλλά και από την πλευρά της Αρχής να αξιολογήσουμε πόσο ανθεκτικό είναι το σύστημα έναντι δύσκολων και ακραίων σεναρίων που προέρχονται από περιβαλλοντικές και κλιματικές προκλήσεις. Πέρυσι κάναμε μια άσκηση με 29 τράπεζες από 10 χώρες, που συμμετείχαν εθελοντικά, για να αξιολογήσουμε τα χαρτοφυλάκιά τους δίνοντας έμφαση στο κλίμα και στο ρίσκο που συνεπάγεται με τη μετάβαση λόγω κλιματικής αλλαγής. Στην άσκηση αυτή επικεντρωθήκαμε μόνο στο τμήμα των ισολογισμών, που αφορούσε τον εταιρικό τομέα. Δεν περιλάμβανε κυβερνητικούς φορείς και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, επειδή δεν είχαμε την τεχνογνωσία για κάτι τέτοιο. Η τεχνογνωσία αυτή είναι μέρος της ανάπτυξης που πρέπει να πραγματοποιηθεί, πώς να εξετάζουμε, δηλαδή, την έκθεση των ισολογισμών των τραπεζών σε σχέση με τις κλιματικές προκλήσεις, όχι μόνο σε σχέση με τις μεγάλες επιχειρήσεις. Το επόμενο έτος θα δημοσιεύσουμε κατευθυντήριες γραμμές για τις τράπεζες, σχετικά με τον τρόπο διεξαγωγής στρες τεστ, θα δημοσιεύσουμε επίσης οδηγίες για τους επόπτες σχετικά με τον τρόπο αξιολόγησης αυτών των στρες τεστ στον τομέα του κλιματικού κινδύνου. Και τότε η Αρχή μας και οι αντίστοιχες Αρχές για τις ασφαλιστικές αγορές και τις κεφαλαιαγορές θα κάνουν στρες τεστ του συστήματος συνολικά στα τέλη του επόμενου έτους, με στόχο να δημοσιευθούν το καλοκαίρι του 2024. Θα εξετάσουμε όχι μόνο τα σενάρια, αλλά και πώς αυτά τα σενάρια επηρεάζουν κάθε κλάδο, τον τραπεζικό τομέα, τον ασφαλιστικό τομέα, τις κεφαλαιαγορές και εάν θα μπορούσαν να υπάρξουν αλληλεπιδράσεις.
Οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι όμως διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Πώς θα αποτυπωθεί η πραγματικότητα αυτή στα στρες τεστ;
Πράγματι, δεν επηρεάζονται όλοι με τον ίδιο τρόπο και δεν συμβάλλουν όλοι με τον ίδιο τρόπο σε αυτούς τους κινδύνους. Πρώτα πρέπει να λάβουμε υπόψη τους φυσικούς κινδύνους, πόσο εκτεθειμένοι είστε σε πιθανούς περιβαλλοντικούς κινδύνους, κινδύνους μετάβασης, πόσο δύσκολο είναι να προσαρμόσετε την παραγωγική σας ικανότητα για να αντιμετωπίσετε αυτές τις προκλήσεις. Δεύτερον, υπάρχει η έννοια της διπλής υλικότητας. Κάθε εταιρεία, ιδιαίτερα κάθε τράπεζα, πρέπει να εξετάσει πόσο συμβάλλει στους πιθανούς κλιματικούς κινδύνους με τις δραστηριότητες που υποστηρίζει, πώς ο δανεισμός που κάνει η τράπεζα επηρεάζει τον κλιματικό κίνδυνο λόγω των δραστηριοτήτων που κάνουν οι δανειολήπτες. Θα εξετάσουμε φυσικούς κινδύνους και κινδύνους μετάβασης, αλλά και τη διπλή υλικότητα και όπως είπατε επίσης, δεν θα είναι ομοιογενής, θα εξαρτηθεί από το σενάριο που θα αναλύσουμε, το οποίο μπορεί να επηρεάσει διαφορετικές χώρες με διαφορετικούς τρόπους.
Η συνέντευξη δημοσιεύεται στα ΝΕΑ