Ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Προκόπιος Παυλόπουλος, στην παράδοσή του προς τους σπουδαστές του Μεταπτυχιακού Τμήματος Σπουδών του Τομέα Δημόσιου Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ «Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Πολιτική» με θέμα: «Ενιαία Αγορά και Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση: Η ανεπάρκεια του Κανονιστικού Πλαισίου και «οι αντιστάσεις» του Εθνικού Δικαστή», επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
Θεμελιώδης προϋπόθεση για την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση και, ιδίως, για την ολοκλήρωση της δομής της Ευρωζώνης είναι η τελική διαμόρφωση μιας αντιστοίχως ολοκληρωμένης «Ενιαίας Αγοράς», υπό το φως των κανονιστικών δεδομένων της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Α. Η επίτευξη του ως άνω στόχου της ενιαίας Αγοράς έχει, με την σειρά της, ως εξίσου θεμελιώδη προϋπόθεση και την διαμόρφωση ενός κατάλληλου και επαρκούς ενιαίου χρηματοπιστωτικού χώρου, ικανού να ρυθμίσει αποτελεσματικώς τουλάχιστον τις βασικές παραμέτρους λειτουργίας του οικείου Τραπεζικού Συστήματος.
1. Από την άλλη πλευρά, συνιστά κοινό τόπο το γεγονός ότι μια τέτοια Χρηματοπιστωτική Ολοκλήρωση, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να στηριχθεί κανονιστικώς μόνο πάνω στην αντηρίδα του αντίστοιχου Ευρωπαϊκού Χρηματοπιστωτικού Δικαίου, με «σκληρό πυρήνα» της την σταθερή κανονιστική βάση ενός ισχυρού Ευρωπαϊκού Τραπεζικού Δικαίου. Μια εμπεριστατωμένη, όμως, ανάλυση των Εθνικών Έννομων Τάξεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, ειδικότερα, της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης, αποδεικνύει ότι το ως άνω εγχείρημα της Χρηματοπιστωτικής Ολοκλήρωσης χωλαίνει επικινδύνως. Και τούτο όχι τόσο διότι δεν υπάρχουν, εν προκειμένω, κανόνες δικαίου θεσμοθετημένοι με στόχο την επίτευξη της Χρηματοπιστωτικής Ολοκλήρωσης, δια του θεσμικού οχήματος του Χρηματοπιστωτικού Δικαίου. Όσο διότι οι κανόνες δικαίου, δεν διαθέτουν την απαιτούμενη προς τούτο κανονιστική δύναμη.
2. Η κανονιστική δύναμη των, απαραίτητων για την Χρηματοπιστωτική Ολοκλήρωση, κανόνων δικαίου υπονομεύεται από την εγγενή και την επίκτητη σχετικότητα, η οποία πλήττει στην εποχή μας σχεδόν κάθε Κανόνα Δικαίου. Και η οποία, όμως, προσλαμβάνει μεγαλύτερες διαστάσεις και πιο ευδιάκριτα χαρακτηριστικά στο πεδίο του Χρηματοπιστωτικού Δικαίου. Κάτι το οποίο πηγάζει από το ότι η κοινωνικοοικονομική υποδομή των κανόνων του Δικαίου τούτου μεταβάλλεται με πιο γρήγορους ρυθμούς, εξαιτίας της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης και της Τεχνολογίας. Έτσι ώστε όταν ο ερμηνευτής και εφαρμοστής τους -ιδίως δε ο Δικαστής- καλούνται να ενεργοποιήσουν, στην πράξη, την κανονιστική τους ισχύ και παραγωγή, οι κατά τ’ ανωτέρω κανόνες δικαίου είναι ήδη ρυθμιστικώς ανεπαρκείς ή, ακόμη, και σχεδόν ξεπερασμένοι ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή τους σύμφωνα με τον σκοπό θέσπισής τους.
Β. Δυστυχώς, η ως σήμερα στάση του Δικαστή, εν προκειμένω, και ιδίως του Εθνικού Δικαστή, στο ανώτατο μάλιστα επίπεδο, με πιο αντιπροσωπευτικό και χαρακτηριστικό παράδειγμα εκείνο των Ανώτατων Δικαστηρίων ορισμένων Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως θετική, αναφορικά με την συμβολή της στην αντιμετώπιση της ανεπάρκειας των κανόνων του Χρηματοπιστωτικού Δικαίου, έτσι ώστε να συγκροτηθεί η αναγκαία «Ενιαία Αγορά». Άκρως ενδεικτική είναι η νομολογία του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας (BVerfG).
1. Με την απόφασή του της 5ης Μαΐου 2020 (υπόθεση «Weiss»), έκανε τελικώς δεκτές ατομικές συνταγματικές προσφυγές κατά του Προγράμματος Αγοράς Ομολόγων του Κρατικού Τομέα («Public Sector Purchase Programme-PSPP»), το οποίο έκρινε αντίθετο και προς ορισμένες βασικές διατάξεις του Συντάγματος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Mε την ως άνω απόφασή του, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας έκρινε από την μια πλευρά ότι η προαναφερόμενη απόφαση της ΕΚΤ για το «PSPP» κινήθηκε «ultra-vires», κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 119 και 127 επ. της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και των άρθρων 17 επ. του Κανονισμού της ΕΚΤ. Και, από την άλλη πλευρά, ότι δεν δεσμεύεται από τις περί του αντιθέτου κρίσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ).
2. Υπό τα δεδομένα αυτά, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, αμφισβητώντας κατ’ αποτέλεσμα ευθέως το δεδικασμένο των αποφάσεων του ΔΕΕ -ακόμη και όταν έχουν εκδοθεί ύστερα από προδικαστικό ερώτημα που το ίδιο του απηύθυνε- και προκρίνοντας την δική του ερμηνεία ως προς το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, πρωτογενές και παράγωγο, έναντι εκείνης του ΔΕΕ, ουσιαστικώς κατέληξε στο ακόλουθο συμπέρασμα: Ο Εθνικός Δικαστής, έλκοντας την καταγωγή του ως προς την έκταση της δικαιοδοσίας του από το οικείο Εθνικό Σύνταγμα και την σύμφωνη με αυτό Εθνική Έννομη Τάξη, είναι αρμόδιος να ερμηνεύσει και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο κάνοντας, στην πραγματικότητα, σύμφωνη με το Σύνταγμα αυτό ερμηνεία των κατά περίπτωση διατάξεων του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Συνακόλουθα, η αντίστοιχη κρίση του ΔΕΕ δεν είναι πάντα δεσμευτική για τον Εθνικό Δικαστή, γεγονός που, αναμφισβήτητα, οδηγεί περαιτέρω στην εκ πλαγίου υιοθέτηση της θέσης ότι υπάρχουν περιπτώσεις, όπου η υπεροχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου κάμπτεται ενώπιον εκείνης του Εθνικού Συντάγματος.
Γ. Ως προς τον πραγματικό πολιτικό στόχο, τον οποίο τάχθηκε να υπηρετήσει, έστω και αφανώς, η ως άνω νομολογία του Δικαστηρίου της Καρλσρούης δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες, όσο και αν η συνταγματική «λεοντή» ήταν προϊόν λεπτής νομικής επινόησης και κατασκευής.
1. Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας στοιχήθηκε πλήρως πίσω από εκείνη την γερμανική πολιτική, η οποία, στο πεδίο της λιτότητας που έχει υιοθετήσει κυρίως για τα λοιπά Κράτη-Μέλη της Ευρωζώνης, «απεχθάνεται» τα προγράμματα ρευστότητας -όπως το ΟΜΤ και το PSPP- και επιχειρεί να τα περιορίσει στο ελάχιστο δυνατό. Αυτό οφείλεται, φυσικά μεταξύ άλλων, και στο ότι ίσως να θεωρεί τα προγράμματα αυτά μακρινό «προάγγελο» θεσμοθέτησης ενός είδους ευρωομολόγου, προοπτική που η γερμανική πολιτική απορρίπτει παγίως και πεισμόνως.
2. Η στάση αυτή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας εξηγείται τόσο από το ότι θέλει να ελέγχει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ως προς τις αποφάσεις της, οι οποίες δεν συμβαδίζουν με την δική της οικονομική οπτική γωνία για την προοπτική της Ευρωζώνης. Όσο και το ότι δεν επιθυμεί τον ολοκληρωμένο έλεγχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε όλο το φάσμα του Τραπεζικού Συστήματος εντός της Ευρωζώνης ή, για την ακρίβεια και κατ’ ουσίαν, δεν επιθυμεί τον πλήρη έλεγχό της σε όλο το φάσμα του δικού της τραπεζικού συστήματος για λόγους που η γερμανική πλευρά καλά γνωρίζει.
Δ. Κάτω από αυτές τις συνθήκες θα ήταν ασυγχώρητο ν’ αφεθεί χωρίς άμεση απάντηση και αποφασιστική αντίδραση η νομολογιακή κατάσταση, που δημιούργησε το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, με την σύμπραξη -και όχι απλώς την ανοχή- της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
1. Μία τέτοια νομολογιακή κατάσταση πλήττει καιρίως την ενότητα και την ασφάλεια δικαίου εντός της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης και είναι ένας πρόσθετος «κακός οιωνός» στην πορεία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με τα μέσα που θεσμικώς και πολιτικώς διαθέτουν -και τα οποία δεν είναι ευκαταφρόνητα- πρέπει ν’ αρθούν στο ύψος των περιστάσεων.
2. Θα ήταν λάθος να χρησιμοποιηθούν, είτε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είτε από Κράτος-Μέλος, οι διαδικασίες προσφυγής κατά του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας. Είναι πολύ προτιμότερο ν’ ακολουθηθεί η εξής διαδικαστική τακτική, με «όπλο» την ίδια την απόφαση «Weiss» του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας:
α) Πρώτον, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οφείλει να τονίσει ότι δεσμεύεται από την απόφαση και την ερμηνεία του ΔΕΕ και ότι, κατά συνέπεια, θα συνεχίσει απρόσκοπτα την εφαρμογή των προγραμμάτων ρευστότητας OMT και PSPP. Επιπλέον, πρέπει να τεκμηριώσει συμπληρωματικώς γιατί και πώς τα προγράμματα αυτά είναι απολύτως σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
β) Δεύτερον, αυτές τις θέσεις της, με την συμπληρωματική τεκμηρίωση, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρέπει να τις κοινοποιήσει αμέσως στη Bundesbank, τονίζοντάς της ότι υπό τις προϋποθέσεις αυτές οφείλει να συμπράξει και εκείνη στην πλήρη εφαρμογή του PSPP.
γ) Τρίτον αν, η Bundesbank εμείνει στην άρνησή της, επικαλούμενη την απόφαση «Weiss» του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, τότε ανοίγεται ο δρόμος προσφυγής στο ΔΕΕ κατά της Bundesbank, από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Έτσι, το θέμα των ευθυνών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Bundesbank αποσυνδέεται από την «προστασία» του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, το οποίο δεν έχει δυνατότητα εμπλοκής στην προκείμενη διαδικασία. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Bundesbank θα βρεθούν μπροστά στο δεδικασμένο της απόφασης του ΔΕΕ, οπότε κάθε άρνησή τους να το σεβασθούν συνιστά ευθεία παραβίαση των κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, γενικώς, υποχρεώσεών τους.
Διαβάστε περισσότερα για