Ορισμένα σχόλια με αφορμή την πρόταση νόμου της Νίκης για την επαναφορά των διατάξεων περί κακόβουλης βλασφημίας και καθύβρισης του θρησκεύματος στον Ποινικό Κώδικα: Εως την κατάργησή τους το 2019, οι διατάξεις αυτές διέγραφαν έναν εξαιρετικά ευρύ τρόπο τέλεσης του αδικήματος («με οποιονδήποτε τρόπο») και επιπλέον προϋπέθεταν το στοιχείο της κακοβουλίας, το οποίο είναι ενδιάθετο και υποκειμενικο και ως εκ τούτων, δυσχερέστατα διαγνώσιμο από το Δικαστήριο. Προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η θρησκευτική ειρήνη και συναίσθημα και «αντικείμενο» των ύβρεων είναι ο Θεός ή εν γένει τα θεία.

Κατά λογική συνέπεια, ο ποινικός νομοθέτης αποδέχεται όχι απλώς ότι ο Θεός υπάρχει, αλλά μπορεί μάλιστα να καταστεί και δέκτης ύβρεων. Μάλιστα, η κίνηση της ποινικής διώξεως συντελείται αυτεπαγγέλτως.

Το ζήτημα της ύπαρξης ή μη του Θεού –και γενικά κάποιου ανώτερου όντος– είναι ζήτημα καθαρά προσωπικό, το οποίο έγκειται στη φιλοσοφική θεώρηση του καθενός και στην εσωτερική ανάγκη για πίστη. Η ύπαρξη Θεού δεν είναι κάτι το οποίο μπορεί να εξηγηθεί από την επιστήμη ή από τα διδάγματα της κοινής πείρας ή έστω να βεβαιωθεί από κάποιον αυτόπτη μάρτυρα. Είναι απολύτως υπερβατική, αθέατη στα μάτια μας και απρόσιτη στη φυσική μας διάνοια.

Ωστόσο, βασική αρχή του ποινικού δικαίου είναι πως για να διαγνωστεί η τέλεση ενός αδικήματος, πρέπει να πληρούνται όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης αυτού. Πώς μπορούμε λοιπόν να μιλάμε για κάτι τέτοιο, τη στιγμή που δεν μπορούμε να αποδείξουμε ότι ο δέκτης των ύβρεων υφίσταται;