Ανεκπαίδευτοι και απροετοίμαστοι στρατιώτες, ανεπαρκές πολεμικό υλικό και φρικτά ελλιπής ανεφοδιασμός υπό ανίκανη ηγεσία, συνθέτουν την εικόνα των ρωσικών δυνάμεων εισβολής στην Ουκρανία, όπως αποκαλύπτουν οι ίδιοι οι Ρώσοι φαντάροι στις τηλεφωνικές τους συνδιαλέξεις με τους οικείους τους από το μέτωπο. Οι New York Times αποκαλύπτουν το περιεχόμενο των συνομιλιών αυτών, που υπέκλεψαν οι ουκρανικές αρχές.
Το Κίεβο υποτίθεται ότι θα έπεφτε μέσα σε λίγες μέρες τον περασμένο Μάρτιο. Κι όμως, μαστιζόμενη από λάθη τακτικής και σκληρή ουκρανική αντίσταση, η καταστροφική προέλαση του Ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν σταμάτησε γρήγορα και οι δυνάμεις του κόλλησαν για το μεγαλύτερο μέρος του Μαρτίου στα περίχωρα της πόλης.
Από χαρακώματα, χαντάκια και κατεχόμενα σπίτια στην περιοχή γύρω από τη Μπούκα, ένα προάστιο του Κιέβου γνωστό για τους ομαδικούς τάφους που αποκαλύφθηκαν αργότερα εκεί, οι Ρώσοι στρατιώτες παράκουσαν τις εντολές κάνοντας μη επιτρεπόμενες κλήσεις από τα κινητά τους στις γυναίκες, τις φίλες, τους φίλους και τους γονείς τους εκατοντάδες χιλιόμετρα από την πρώτη γραμμή.
Στο πλαίσιο μιας πολύμηνης έρευνας για τις θηριωδίες που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας της Ρωσίας για την κατάληψη του Κιέβου, οι δημοσιογράφοι των New York Times απέκτησαν αποκλειστικά περισσότερες από 4.000 ηχογραφήσεις τηλεφωνικών κλήσεων Ρώσων στρατιωτών που οι ουκρανικές υπηρεσίες επιβολής του νόμου υπέκλεψαν στην περιοχή. Τα ευρήματα της έρευνας είναι αποκαλυπτικά και εξηγούν την παταγώδη αποτυχία των ρωσικών δυνάμεων.
«Τι άλλο λένε; Πότε θα το τελειώσει αυτό ο Πούτιν;» ερωτά με αγωνία ο Ίλια τη φιλενάδα του πίσω στη Ρωσία. Στην απάντηση ότι όλα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, ο Ίλια λέει χωρίς περιστροφές: «Κάνει μεγάλο λάθος!»
Στις συνομιλίες τους οι στρατιώτες διαμαρτύρονται για στρατηγικές γκάφες και τρομερή έλλειψη προμηθειών. Ομολογούν ότι συνέλαβαν και σκότωσαν αμάχους και παραδέχονται ανοιχτά ότι λεηλάτησαν σπίτια και επιχειρήσεις της Ουκρανίας. Πολλοί λένε ότι θέλουν να καταγγείλουν τις στρατιωτικές τους συμβάσεις και αντικρούουν την προπαγάνδα που μεταδίδουν τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης στην πατρίδα τους με τη σκληρή πραγματικότητα του πολέμου γύρω τους.
«Δεν μπορούμε να καταλάβουμε το Κίεβο, μόνο κάτι χωριά καταλαμβάνουμε», παραδέχεται ο Αλεξάντρ, που δεν έχει πια αμφιβολίες: «Ο Πούτιν είναι ανόητος, θέλει να πάρει το Κίεβο, αλλά δεν γίνεται με τίποτε αυτό», ομολογεί.
«Ήθελαν να το κάνουν με τη μία, αλλά τίποτε δεν λειτούργησε», λέει άλλος Σεργκέι στη φίλη του.
Εκφράζουν την έκπληξή τους για τις «επαγγελματικές» ουκρανικές δυνάμεις ενώ συχνά χρησιμοποιούν τον όρο «khokhol» (χαχόλος), προσβολή που απευθύνεται στους Ουκρανούς. Ένας ονόματι Γεβγένι λέει ωμά: «Χάνουμε».
«Οι δικοί μας μάς βαράνε, νομίζουν ότι είμαστε οι χαχόλοι», λέει ο Νικίτα στο κορίτσι του. Στο δικό του, ο Σεργκέι λέει «κάποιοι παίρνουν οπλισμό από πτώματα Ουκρανών, τα όπλα του ΝΑΤΟ που έχουν αυτοί είναι καλύτερα από τα δικά μας».
Πίσω στη Ρωσία, τα τηλεφωνήματα αποκαλύπτουν ότι οι αυξανόμενοι θάνατοι αρχίζουν να αντηχούν σε μικρές πόλεις με πολλούς φαντάρους, όπου δεμένες κοινότητες και οικογένειες ανταλλάσσουν νέα για θύματα.
Συγγενείς περιγράφουν τις σειρές από πτώματα και φέρετρα που φτάνουν στις πόλεις τους, καθώς οι στρατιώτες προειδοποιούν ότι ακόμη περισσότερα πτώματα θα επιστρέψουν σύντομα. Μια γυναίκα λέει στον σύζυγό της ότι μια στρατιωτική κηδεία γινόταν κάθε μέρα εκείνη την εβδομάδα. Σοκαρισμένες, ορισμένες οικογένειες λένε ότι έχουν αρχίσει να επισκέπτονται ψυχολόγους.
«Βάνια, τα φέρετρα φθάνουν συνέχεια εδώ. Θάβουμε τον έναν άνδρα μετά τον άλλον. Είναι εφιάλτης», λέει στον Ιβάν η φιλενάδα του στη Ρωσία. Η δε φιλενάδα κάποιου Μαξίμ λέει ότι «κάποιες γυναίκες είναι σε απόγνωση, έχουν στείλει και επιστολές στον Πούτιν».
Όταν την άνοιξη οι Ουκρανοί απελευθέρωσαν τις κατεχόμενες περιοχές τις περιφέρειας του Κιέβου, αποκαλύφθηκαν οι ρωσικές θηριωδίες σε σημεία όπως η Μπούκα. Όταν οι εικόνες και οι αναφορές σχετικά οδήγησαν σε παγκόσμια κατακραυγή στις αρχές Απριλίου, ο κ. Πούτιν και άλλοι υψηλόβαθμοι Ρώσοι ηγέτες αρνήθηκαν επανειλημμένα ότι έγιναν εγκλήματα πολέμου και περιέγραψαν τις φρικαλεότητες ως «πρόκληση και ψεύτικο».
Ωστόσο κατά τη διάρκεια της κατοχής αυτών των περιοχών τον Μάρτιο, οι ίδιες δυνάμεις του κ. Πούτιν εξιστόρησαν με τρόμο αυτό που είχαν δει.
«Υπάρχουν ανθρώπινα μέλη διάσπαρτα τριγύρω, ήδη πρησμένα. Δεν τα μαζεύει κανείς. Δεν είναι δικοί μας, είναι πολίτες», αναφέρει με φρίκη ο Αλεξάντρ σε συγγενή του.
Σε παραδοχή που μπορεί να ισοδυναμεί με στοιχεία εγκλημάτων πολέμου, ένας στρατιώτης ονόματι Σεργκέι ομολογεί στη φίλη του ότι ο λοχαγός του διέταξε την εκτέλεση τριών ανδρών που «περνούσαν μπροστά από την αποθήκη μας» και ότι έχει γίνει «δολοφόνος».
Προσθέτει ότι υποχρεώθηκαν να εκτελέσουν πολλούς αόπλους: «Τους κρατήσαμε, τους γδύσαμε και ελέγξαμε όλα τα ρούχα τους. Τότε έπρεπε να ληφθεί μια απόφαση αν θα τους αφήσουν να φύγουν. Αν τους αφήναμε να φύγουν, θα μπορούσαν να δώσουν τη θέση μας… Έτσι αποφασίστηκε να τους πυροβολήσουμε στο δάσος», λέει ο Σεργκέι.
Στην ερώτηση γιατί δεν τους πήραν ως αιχμαλώτους, η απάντηση είναι χαρακτηριστική: «Γιατί θα έπρεπε να τους ταΐζουμε, ενώ δεν έχουμε αρκετό φαγητό ούτε για εμάς τους ίδιους». Λίγο αργότερα θα κάνει λόγο για «βουνό πτωμάτων στο δάσος. Πρώτη μου φορά βλέπω τόσα πτώματα μαζεμένα, δεν βλέπεις πού τελειώνουν».
Καθ’ όλη τη διάρκεια της αδιέξοδης επίθεσης – και προτού οι ρωσικές δυνάμεις τελικά υποχωρήσουν στα τέλη Μαρτίου – τα τηλεφωνήματα αποκαλύπτουν μια κρίση στο ηθικό. Η ανυπομονησία, ο φόβος και η κούραση επικρατούν καθώς οι στρατιώτες περιγράφουν έναν στρατό σε αταξία. «Ειλικρινά μιλώντας, κανείς δεν καταλαβαίνει γιατί πρέπει να πολεμήσουμε αυτόν τον πόλεμο», λέει ένας άλλος Σεργκέι στη φίλη του.
Άλλοι στρατιώτες παραπονιούνται για χαμηλές θερμοκρασίες και κρυοπαγήματα, σκληρές συνθήκες ύπνου και υλικοτεχνικές αποτυχίες. Φαντάροι λένε ότι έκαναν έφοδο σε κρεοπωλείο και σκότωσαν κοτόπουλα, γουρουνάκια και μια… στρουθοκάμηλο για φαγητό.
Πολλοί από τους στρατιώτες εκφράζουν περιφρόνηση για τους διοικητές τους, τους οποίους θεωρούν υπεύθυνους για θανατηφόρες τακτικές αποφάσεις. Και κάποιοι επικρίνουν ευθαρσώς τον υψηλότερο από τους «ανώτερους» τους, τον πρόεδρο Πούτιν.
«Παραιτούμαι, δεν πάει άλλο! Θα πιάσω κανονική δουλειά, και ούτε ο γιος μου δεν θα πάει στον στρατό, 100%. Πες του να πάει να γίνει γιατρός, λέει ο Βαντίμ στη γυναίκα του», ενώ συνάδελφοί του περιγράφουν τις λεηλασίες στις οποίες προβαίνουν συστρατιώτες τους, λέγοντας ότι κλέβουν ό,τι βρουν, ακόμη και μεγάλου μεγέθους τηλεοράσεις και τις στέλνουν πίσω στη Ρωσία.