Ο Άντερς Τέγκνελ, ο επικεφαλής επιδημιολόγος της Σουηδίας και «αρχιτέκτονας» της απρόσμενα χαλαρής στρατηγικής της χώρας κατά την αντιμετώπιση της πανδημίας Covid-19, για πρώτη φορά παραδέχθηκε δημόσια ότι έγιναν λάθη στη διαχείριση της κρίσης και ότι η πολιτική έπρεπε να είναι πιο αυστηρή για να αποφευχθούν περιττοί θάνατοι.
Μιλώντας σήμερα το πρωί Τετάρτης, 3 Ιούνη, στο σουηδικό ραδιόφωνο, σύμφωνα με τους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», ο –πολύ δημοφιλής στη Σουηδία– δρ Τέγκνελ συμφώνησε ότι πάρα πολλοί άνθρωποι πέθαναν στη χώρα του. «Αν ερχόμασταν ξανά αντιμέτωποι με την ίδια ασθένεια και ξέραμε γι’ αυτήν ό,τι ακριβώς ξέρουμε τώρα, νομίζω πως θα καταλήγαμε κάπου ενδιάμεσα, ανάμεσα σε αυτό που έκανε η Σουηδία και σε αυτό που έκανε ο υπόλοιπος κόσμος».
Πρόκειται για ένα μη αναμενόμενο mea culpa (λάθος μου) από έναν επιστήμονα, ο οποίος εδώ και μήνες έχει επικρίνει τα lockdown των άλλων χωρών και έχει επιμείνει ότι η δική του στρατηγική θα δικαιωθεί σε βάθος χρόνου, όσον αφορά το συνολικό αριθμό των θυμάτων από κορωνοϊό.
Η κεντρο-αριστερή σουηδική κυβέρνηση, μετά από πολλές επικρίσεις από την αντιπολίτευση, δέχτηκε τελικά τη Δευτέρα να διοριστεί επιτροπή που θα διερευνήσει την ορθότητα της επιδημιολογικής στρατηγικής της χώρας. Η κοινή γνώμη της χώρας φαίνεται επίσης σταδιακά να έχει αλλάξει κάπως, ενώ έως τώρα «στοιχιζόταν» μαζικά πίσω από τον Τέγκνελ.
Ο ίδιος δήλωσε στη ραδιοφωνική συνέντευξή του ότι «είναι αρκετά προφανές πως υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης σε ό,τι έχουμε κάνει στη Σουηδία. Θα ήταν καλό να γνωρίζουμε ακριβώς τι πρέπει να κλείσουμε, ώστε να προλάβουμε καλύτερα την εξάπλωση του ιού». Πρόσθεσε ότι, επειδή σχεδόν όλες οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες έκαναν ξαφνικό lockdown, είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς ποια μέτρα «δούλεψαν» καλύτερα.
Η Σουηδία –αντίθετα με τις άλλες σκανδιναβικές χώρες– κράτησε ανοικτά τα σχολεία για μαθητές έως 16 ετών, καθώς επίσης ανοικτά τα σύνορά της με την Ευρώπη, αλλά οι γειτονικές χώρες τα έκλεισαν για τους Σουηδούς, κάτι που έγινε αντιληπτό ως διπλωματική απομόνωση της Σουηδίας, όπου οι θάνατοι πλέον αγγίζουν τους 4.500.