Την ανάγκη υπεράσπισης του Διεθνούς Δικαίου μέσα στο σύγχρονο δυσοίωνο τοπίο και την παράλληλη αμφισβήτησή του, με στόχο την προάσπιση της Διεθνούς Νομιμότητας και την αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων που αφορούν το σύνολο της Ανθρωπότητας, υπογράμμισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος κατά την ομιλία του στην έναρξη του Ετήσιου Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Διεθνούς Δικαίου.

Ο κ. Παυλόπουλος υποστήριξε ότι η ευόδωση της αποστολής του Διεθνούς Δικαίου συνιστά μέγεθος οριακό, καθώς η τελική διαμόρφωση μιας Διεθνούς Κοινότητας, η οποία λειτουργεί και δρα υπό συνθήκες σταθερής Ειρήνης και πλήρους σεβασμού της Διεθνούς Νομιμότητας, φαίνεται, τουλάχιστον με τα δεδομένα της εποχής μας, εξαιρετικά δυσχερής, κατά την γνώμη δε πολλών ως και ουτοπική.

Ωστόσο παρατήρησε ότι «ακριβώς μέσα σε αυτό το δυσοίωνο τοπίο, πρέπει να υπερασπισθούμε το Διεθνές Δίκαιο, όταν μάλιστα έχει ν’ αντιμετωπίσει τεράστιας σημασίας νέες προκλήσεις για το σύνολο της Ανθρωπότητας, όπως είναι π.χ. οι προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής, της τρομοκρατίας και της προσφυγικής κρίσης, η διαχείριση της οποίας αποκτά υπαρξιακές, κυριολεκτικώς, διαστάσεις για τον ‘Ανθρωπο και τα Θεμελιώδη Δικαιώματά του».

Παράλληλα, σημείωσε ότι το Διεθνές Δίκαιο, συνιστά τον πιο πρόσφορο θεσμικό και πολιτικό δίαυλο, μέσω του οποίου μπορεί να επιδιωχθεί και να επιτευχθεί η ειρηνική συνύπαρξη Κρατών και Λαών και η δια των θεσμοθετημένων διαδικασιών επίλυση των κάθε είδους διαφορών μεταξύ τους.

Στο πλαίσιο αυτό, υπενθύμισε ότι το Διεθνές Δίκαιο συνιστά επίσης το πιο πρόσφορο -αν όχι το μοναδικό- θεσμικό και πολιτικό μέσο αποτελεσματικής άμυνας απέναντι στην αυθαιρεσία της ισχύος στο πεδίο των Διεθνών Σχέσεων. Μάλιστα, διευκρίνισε ότι «το Διεθνές Δίκαιο επινοήθηκε και θεσμοθετήθηκε για ν’ αντικαταστήσει το, προηγουμένως επικρατούν, δίκαιο του ισχυρού με την ισχύ του Δικαίου και της Νομιμότητας στο διεθνές πεδίο. Αυτή δε ακριβώς η υπεράσπιση του Διεθνούς Δικαίου σημαίνει, κατά βάση και κατ’ ουσία, πρωτίστως ενεργό και πολύπλευρη στήριξη του Διεθνούς Νομοθέτη και του Διεθνούς Δικαστή, ώστε οι κανόνες του Διεθνούς Δικαίου ν’ αποκτήσουν την απαραίτητη εκείνη κανονιστική δυναμική, η οποία θα τους οδηγήσει, κατά το δυνατόν, από το σημερινό status των leges minus quam perfectae ή, ακόμη, και leges imperfectae σ’ εκείνο των leges perfectae».

Ακολούθως, τόνισε πως η ευόδωση της αποστολής του Διεθνούς Δικαίου δεν αφορά μόνο την εξομάλυνση των Διεθνών Σχέσεων και την, μέσω αυτής, ειρηνική συνύπαρξη Κρατών και Λαών. «Η ευόδωση αυτή, όλως αντιθέτως, συνιστά πραγματική εγγύηση και για την διεθνή υπόσταση του κάθε Κράτους in concreto, δοθέντος ότι μέσω των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου προστατεύεται, και μάλιστα πολλαπλώς, η lato sensu Κυριαρχία του.

Καταλήγοντας, ο κ. Παυλόπουλος επισήμανε ότι «η προστασία της Κυριαρχίας ενός Κράτους σημαίνει, εμμέσως πλην σαφώς, και προστασία, εντός αυτού, των θεσμικών αντηρίδων του Κράτους Δικαίου, των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και, εν τέλει, της ομαλής λειτουργίας της ίδιας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Υπό το φως λοιπόν των ως άνω διαπιστώσεων ας αναλάβουμε την βαριά, αλλά και τόσο τιμητική, ευθύνη της υπεράσπισης του Διεθνούς Δικαίου ως μια «σταυροφορία» υπεράσπισης αυτού τούτου του Νομικού Πολιτισμού, σε διεθνή κλίμακα».