Εκείνος είναι ο έβδομος έλληνας Πρωθυπουργός που συνάντησε στη μακρά θητεία της – το σκορ δεν είναι αμελητέο, έστω κι αν δύο διετέλεσαν υπηρεσιακοί. Εκείνη κατόρθωσε να ισοφαρίσει το ρεκόρ του Χέλμουτ Κολ που μέτρησε 16 χρόνια καγκελάριος.
Εκ πρώτης όψεως αυτός είναι ο πρώτος που ειλικρινά θέλησε να γίνει ό,τι αυτή ζητούσε από έναν έλληνα Πρωθυπουργό εδώ και μία δεκαετία: ιδιοκτήτης ενός μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Σε δεύτερη ανάγνωση, όμως, η Ανγκελα Μέρκελ κι ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρήκαν απλά ένα modus vivendi, όχι έναν τρόπο να αλλάξουν τους κανόνες του ελληνογερμανικού παιχνιδιού.
Για πρώτη φορά συναντήθηκαν ως ομόλογοι στα τέλη Αυγούστου του 2019 στο μπαλκόνι της καγκελαρίας. Οι προσδοκίες του Βερολίνου τότε ήταν, κατά τον πορτ παρόλ της γερμανικής κυβέρνησης, ανύπαρκτες. Σύμφωνα πάλι με όσα δήλωνε στην Handelsblatt ο έλληνας υπουργός Οικονομικών, η προσδοκία ήταν μία: οι συνομιλίες να ενισχύσουν την αμοιβαία εμπιστοσύνη. Πίσω από τις λέξεις και των δύο πλευρών διακρινόταν αρκετά καθαρά μια αλήθεια που όλοι υποψιάζονταν. Ποια; Η πολιτική συγγένεια ανάμεσα στη γερμανίδα καγκελάριο και τον έλληνα Πρωθυπουργό δεν εξασφάλιζε πως η συνύπαρξή τους θα μπορούσε να παρομοιαστεί με βόλτα στο πάρκο.
Στην κοινή συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε η Μέρκελ εμφανίστηκε θερμότερη απ’ όσο οι εγχώριοι πολιτικοί αντίπαλοι του επίσημου προσκεκλημένου της περίμεναν. «Οι ελληνογερμανικές σχέσεις είναι καλές αλλά θα μπορούσαν να βελτιωθούν» είπε, εξηγώντας ότι παρά την καλή σχέση που διατηρούσε με τον Αλέξη Τσίπρα, αυτή με τον Κυριάκο Μητσοτάκη είχε τις προϋποθέσεις να αποδειχθεί ακόμη καλύτερη.
ΤΑ ΑΓΚΑΘΙΑ. Αν όμως η μεταρρυθμιστική ατζέντα, η κοινή ευρωπαϊκή πολιτική οικογένεια, κι οι τότε απόψεις πάνω στο Μεταναστευτικό τούς έφεραν πιο κοντά, υπήρχε πάντα ανάμεσά τους εκείνο που τους είχε απομακρύνει έναν χρόνο πριν: η Συμφωνία των Πρεσπών. Η γερμανική πρωτεύουσα δεν είδε με συγκαταβατικό μάτι τη μακεδονομαχική περίοδο της ελληνικής Κεντροδεξιάς. Το αντίθετο. Με βάση τους ψυχρούς υπολογισμούς της διπλωματίας της, η επίλυση του ονοματολογικού, που άνοιγε τον δρόμο για την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ κι αργότερα στο ευρωπαϊκό κλαμπ, ήταν ο μοναδικός τρόπος να αποφύγει η ΕΕ την αυξημένη ρωσική, κινεζική ή τουρκική επιρροή στη μικρή βαλκανική χώρα. Η στάση των γαλάζιων, λοιπόν, έβαζε εμπόδια στην ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική για λόγους ελληνικής εσωτερικής κατανάλωσης. Οι γνωρίζοντες τα γερμανικά παρασκήνια, βέβαια, υποστήριζαν ότι η Μέρκελ υπήρξε επιφυλακτική απέναντι στον Μητσοτάκη κι επειδή το κόμμα του καταψήφιζε από τα αντιπολιτευτικά έδρανα τα μνημονιακά μέτρα.
Οι εγχώριοι κονεσέρ διατείνονται πως οι δυο τους δεν απέκτησαν ποτέ χημεία. Ωστόσο, τη διετία που πέρασε κατόρθωσαν να χτίσουν έναν δεσμό που βασίζεται στον αλληλοσεβασμό και την αλληλοεκτίμηση παρά τα σκαμπανεβάσματα στις διμερείς σχέσεις εξαιτίας της τουρκικής προκλητικότητας στην Ανατολική Μεσόγειο και της γερμανικής ενίοτε μεροληπτικής -κατά τα οφ δε ρέκορντ λεγόμενα της Αθήνας – στάσης απέναντι στην Άγκυρα ή τις περιλάλητες Διασκέψεις του Βερολίνου για τη Λιβύη, στις οποίες η Ελλάδα ποτέ δεν προσκαλείται. Σύμφωνα, πάντως, με τις παραπάνω πηγές παρά τα προσκόμματα που τόσο η μεν όσο κι ο δε αναγνώριζαν, οι μεταξύ τους δίαυλοι επικοινωνίας δεν έκλεισαν καμία στιγμή.
ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΜΕΝ ΑΛΛΑ… Τον Μάιο ο έλληνας Πρωθυπουργός μιλώντας στην Bild περιέγραψε τη σχέση του μαζί της ως «πολύ καλή». «Δεν έχουμε» εξηγούσε τότε «συμφωνήσει σε όλα, είχαμε κάποιες έντονες συζητήσεις. Τρέφω εξαιρετικό σεβασμό για αυτήν ως ευρωπαία ηγέτιδα. Είναι μία φωνή λογικής.
(Της Καρολίνας Παπακώστα από τα Νέα Σαββατοκύριακο- 3 Ιουλίου 2021)