Η στοχοποίηση και «έκθεση σε κίνδυνο» ανθρώπων από έναν όχλο έρχεται σε «πλήρη ταύτιση» με τον επιστημονικό ορισμό της έννοιας «τρομοκρατία».
ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ
Είχαμε δεν είχαμε, για μια υπόθεση του κοινού ποινικού δικαίου, εκούσια ή ακούσια, ξανανοίξαμε την πόρτα στην τρομοκρατία!
Η αφισοκόλληση φωτογραφιών εντός και εκτός του χώρου των δικαστηρίων της προέδρου του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, που εκδίκασε την υπόθεση Λιγνάδη, τη δίνει βορά στον καθέναν που διαφωνεί μαζί της και του «οπλίζει» το χέρι! Η πράξη αυτή μόνο ηθική, νόμιμη και δημοκρατική δεν μπορεί να θεωρηθεί, αλλά άκρως επικίνδυνη για τη λειτουργία της Δικαιοσύνης, που θεωρείται ο βασικότερος πυλώνας της Δημοκρατίας.
Φυσικά και οι δικαστικές αποφάσεις κρίνονται, φυσικά και μπορείς να διαμαρτυρηθείς με αναρτήσεις πανό, με πορείες, με φραστικές καταδίκες – δεν μπορείς όμως να ζητάς την κατάλυση της Δημοκρατίας και την επιστροφή της τρομοκρατίας!
Η στοχοποίηση και «έκθεση σε κίνδυνο» ανθρώπων, και δη δικαστών, από έναν όχλο που επιζητεί αίμα πάση θυσία μόνο σε επικίνδυνες ατραπούς μπορεί να μας οδηγήσει, καθώς αγνοούν ότι οι ενέργειες αυτές έρχονται σε «πλήρη ταύτιση» με τον επιστημονικό ορισμό της έννοιας τρομοκρατία: «Η συστηματική χρήση ή η απειλή χρήσης βίας που συμβαίνει ως αντίδραση από οργανωμένες ομάδες με πολιτικά, θρησκευτικά ή άλλα ιδεολογικά κίνητρα ή ακόμη και από ολόκληρους κρατικούς μηχανισμούς εναντίον ατόμων ομάδων ή περιουσιών με απώτερο στόχο την άσκηση πίεσης».
Μια πίεση που η χώρα μας την πλήρωσε με βαρύ φόρο αίματος από την πολυετή δράση των τρομοκρατικών οργανώσεων στη χώρας μας, με κυρίαρχη όλων τη 17Νοέμβρη.
«Νόμιμη αιτιολογία»
Κάθε φορά που η οργάνωση άδειαζε το σαρανταπεντάρι της πάνω σε έναν πολίτη και εν προκειμένω σε έναν δικαστή ή εισαγγελέα, είχε ως «νόμιμη αιτιολογία της» τη δυσαρέσκειά της για τις αποφάσεις που έλαβαν. Και τότε όλοι καταδικάζαμε με απερίφραστο και σκαιό τρόπο όλες αυτές τις άνανδρες και φασιστικές επιθέσεις.
Γιατί τώρα και για μια απόφαση σαν αυτές που εκδίδονται καθημερινά από τα δικαστήρια επιζητούμε την «επαναφορά» της χρήσης βίας και ενδεχομένως της απώλειας μιας ζωής;
Για όσους θέλουν να ξεχνούν ή δεν πληροφορήθηκαν ποτέ τις αποτρόπαιες πράξεις της 17Ν κατά δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών και τις δικαιολογίες τους για αυτές –όμοιες με αυτές τις δικαιολογίες που κάποιοι σήμερα προβάλλουν– παραθέτουμε τα γεγονότα και κυρίως την αιτιολόγηση αυτών, όπως καταγράφτηκαν μέσα από τις προκηρύξεις της.
Την Τρίτη 10 Ιανουαρίου 1989, στις 8:10 το πρωί, πυροβολείται στα πόδια και τραυματίζεται ο εισαγγελέας Κωνσταντίνος Ανδρουλιδάκης, λίγα μέτρα πιο κάτω από το σπίτι του στου Ζωγράφου. Ο εισαγγελέας πέθανε τελικά από επιπλοκές των τραυμάτων του, ύστερα από νοσηλεία ενός μηνός, στις 10.2.1989, αφού πρώτα οι γιατροί είχαν ακρωτηριάσει και τα δυο του πόδια. Η οικογένειά του κατηγόρησε και τους γιατρούς για τον θάνατό του.
Η προκήρυξη
Η 17Ν απέστειλε στον Τύπο, μετά και τη δολοφονική επίθεση εναντίον του εισαγγελέα Ταρασουλέα, προκήρυξη με ημερομηνία 22.12.1988. Σε αυτήν κατηγορούσε τον εισαγγελέα Ανδρουλιδάκη ότι είχε εισηγηθεί την απαλλαγή της οικογένειας Τσάτσου, ιδιοκτήτριας της τσιμεντοβιομηχανίας ΑΓΕΤ «Ηρακλής», για σκάνδαλα στην εν λόγω βιομηχανία. Σε δεύτερη προκήρυξή της, που απεστάλη στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» μετά την επίθεση στις 3.2.1989, η 17Ν επέκρινε το δημόσιο σύστημα υγείας, λέγοντας ότι «αν είχε παρασχεθεί στον Ανδρουλιδάκη η κατάλληλη ιατρική περίθαλψη, θα πήγαινε σπίτι του σε τέσσερις-πέντε μέρες».
Ο Βασίλης Τζωρτζάτος, στην προανακριτική του απολογία, ομολόγησε τη συμμετοχή του στη συγκεκριμένη ενέργεια. Επίσης, από την κατάθεσή του προκύπτει ότι συμμετείχαν ο Δημήτρης Κουφοντίνας και ο Αλέκος Γιωτόπουλος, οι οποίοι έκαναν και την πρόταση. «Τον Ιανουάριο του 1989 συναντηθήκαμε εγώ, ο Λουκάς (σ.σ.: Κουφοντίνας) και ο Λάμπρος (σ.σ.: Γιωτόπουλος) σε καφενείο της περιοχής Κυψέλης και ύστερα από πρότασή τους αποφασίσαμε να τραυματίσουμε στα πόδια τον εισαγγελέα Ανδρουλιδάκη, γιατί ήταν στυγνός εισαγγελέας και για παραδειγματισμό των υπολοίπων. […] Τον εισαγγελέα πυροβόλησε στα πόδια ο Λουκάς τρεις-τέσσερις φορές τραυματίζοντάς τον και εγώ βρισκόμουν λίγα μέτρα πίσω από τον Λουκά για κάλυψη». Ακόμη, η Αστυνομία ανακοίνωσε ότι τη συμμετοχή του ομολόγησε και ο Κωνσταντίνος Τέλιος.
Ο Ταρασουλέας
Την Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 1989, στις 20:05, πυροβολείται στα πόδια και τραυματίζεται ελαφρά ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Ταρασουλέας, λίγο παρακάτω από το σπίτι του στο Μαρούσι.
Η 17 Νοέμβρη στην προκήρυξή της καταλόγιζε στον Παναγιώτη Ταρασουλέα ότι είχε εκδώσει απαλλακτικό βούλευμα για την οικογένεια Ανδρεάδη, πρώην ιδιοκτήτρια ναυπηγείων και τράπεζας, όταν τα μέλη της είχαν παραπεμφθεί στη Δικαιοσύνη για σκάνδαλα στις επιχειρήσεις αυτές. Τι έλεγαν οι εφημερίδες
Οι εφημερίδες της εποχής έκαναν λόγο για συντονισμένη προσπάθεια τρομοκράτησης των δικαστικών λειτουργών, κυρίως για να αποθαρρυνθούν να ερευνήσουν σε βάθος τις υποθέσεις τρομοκρατίας. Αμέσως μετά και τη δολοφονία του άλλου αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Βερνάρδου στις 23.1.1989, την ευθύνη της οποίας ανέλαβε η «1η Μάη», ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δήλωσε στον Τύπο ότι «βρισκόταν σε εξέλιξη οργανωμένο σχέδιο αποσταθεροποίησης».
Στα πρακτικά από τη δίκη της 17Ν, γίνεται λόγος στις επιθέσεις κατά του εισαγγελέα Ανδρουλιδάκη.
Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Επιμέρους τώρα θα σας παρακαλέσω το εξής. Σε μια προκήρυξη που αφορά την περίπτωση Ανδρουλιδάκη, προκήρυξη 36, διαβάζω σχετική περικοπή: «Οπως είχαμε δηλώσει σε προκήρυξή μας, δεν είχαμε πρόθεση να εκτελέσουμε τον εισαγγελέα Ανδρουλιδάκη, αλλά μόνο να τον τραυματίσουμε στο πόδι. Οχι γιατί δεν θα το άξιζε, αλλά για άλλους λόγους». Μπορείτε να μας πείτε ποιοι ήταν οι άλλοι λόγοι που απετράπη;
Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Ας πούμε μια αναλογικότητα της δράσης με την ευθύνη του συγκεκριμένου.
Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Στην ίδια προκήρυξη διερωτάται η οργάνωση τι έκανε η Δικαιοσύνη στην περίπτωση της παραπομπής των Τσάτσων, ενώ υπήρχε σωρεία αποδεικτικών στοιχείων. Το ερώτημά μου, δικαστές δεν ήταν και εκείνοι οι οποίοι είχαν βγάλει το παραπεμπτικό βούλευμα;
Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Βεβαίως δικαστές ήταν που είχαν βγάλει το παραπεμπτικό βούλευμα και δικαστές ήταν αυτοί που το θέσανε στο αρχείο.
Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Η απορία μου, η ενέργεια κατά του αείμνηστου Ανδρουλιδάκη έγινε 10 Ιανουαρίου του 1988. Τι έκανε την οργάνωση να μεσολαβήσει ένα χρονικό διάστημα 3,5 ετών με δεδομένο ότι το βούλευμα, και αυτό το θέτω σαν δεδομένο, επειδή υπήρξε ο εισηγητής του παραπεμπτικού βουλεύματος, είχε εκδοθεί 5 Ιουλίου του 1985.
Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Δεν μπορώ να σας πω…
Από την εξάρθρωση των τρομοκρατικών οργανώσεων και του ΕΛΑ, και μετά, μπορεί να μην είχαμε θύματα, αλλά είχαμε κατά καιρούς επιθέσεις εναντίον δικαστών και εισαγγελέων, κυρίως με τοποθετήσεις εκρηκτικών μηχανισμών στο σπίτι τους ή στο αυτοκίνητό τους, ευτυχώς όμως χωρίς θύματα ή τραυματισμούς. Επιθέσεις που τις προκάλεσε η ίδια η κοινωνία, με την επιπόλαια κριτική της και την ασυγκράτητη οργή της, για ενέργειες δικαστών ή εισαγγελέων που δεν της ήταν αρεστές.