Σε δημόσια διαβούλευση τίθεται μέχρι τις 21 Οκτωβρίου το νομοσχέδιο του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη για τη διεθνή προστασία.
Το νομοσχέδιο περιλαμβάνει διατάξεις για την αναγνώριση των προσφύγων, προβλέπει την ενσωμάτωση ευρωπαϊκών οδηγιών, καθώς και την ενοποίηση διατάξεων για τη διαδικασία χορήγησης και ανάκλησης του καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Όπως αναφέρεται στη σχετική αιτιολογική έκθεση, με το προτεινόμενο σχέδιο συστηματοποιείται και αναπροσαρμόζεται σε ένα ενιαίο νομοθέτημα το σύνολο των διατάξεων που διέπουν την αναγνώριση και το καθεστώς των πολιτών τρίτων χωρών ή των ανιθαγενών ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας. Η συγκέντρωση σε ένα ενιαίο νομοθέτημα των εθνικών ρυθμίσεων «επιβλήθηκε ως αναγκαιότητα» για να υπάρχει «ένα νομοθετικό πλαίσιο εύχρηστο για τους εφαρμοστές του δικαίου, δικαστικούς λειτουργούς και δικηγόρους. Πλέον, στη διάθεσή τους θα έχουν ένα νομοθέτημα το οποίο θα ρυθμίζει όλα τα ζητήματα που αφορούν εν γένει τη διεθνή προστασία, χωρίς να υποχρεώνονται να ανατρέχουν σε διάσπαρτα νομοθετικά κείμενα».
Στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο, μεταξύ άλλων, θεσπίζεται μια νέα διαδικασία συγκρότησης Κλιμακίων Ταχείας Συνδρομής της Υπηρεσίας Ασύλου που αποτελούνται από χειριστές της υπηρεσίας και διοικητικό προσωπικό. Ο ρόλος τους είναι μόλις γίνει η οριστική καταγραφή των αιτούντων, με βάση την εθνικότητα και τους λόγους για τους οποίους αιτούνται διεθνή προστασία, να προβαίνουν σε προτεραιοποίηση των αιτήσεων ανά χώρα καταγωγής.
Η προτεραιοποίηση, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, αφορά κυρίως σε όσους δεν συμμορφώνονται προς τις αποφάσεις μεταφοράς τους, στους κρατούμενους και στους ευάλωτους. Η κατά προτεραιότητα εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας περιλαμβάνει επιπλέον και τα άτομα που προέρχονται από πρώτη χώρα ασύλου ή ασφαλή τρίτη χώρα ή ασφαλή χώρα καταγωγής. Για το λόγο αυτό προβλέπεται διαδικασία κατάρτισης εθνικού καταλόγου ασφαλών χωρών καταγωγής, ενώ προσδιορίζονται τα κριτήρια χαρακτηρισμού μιας χώρας ως ασφαλούς τρίτης χώρας.
Στη συνέχεια τα Κλιμάκια Ταχείας Συνδρομής ενημερώνουν τον αιτούντα για το εάν η αίτησή του θα εξεταστεί κατά προτεραιότητα, για το χρόνο έκδοσης της απόφασης, για το δικαίωμα παραμονής του σε περίπτωση απορριπτικής απόφασης και για τα σχετικά προγράμματα εθελούσιας επιστροφής.
Στο νομοσχέδιο προσδιορίζονται οι προθεσμίες και οι κανόνες εξέτασης μιας αίτησης, η οποία γίνεται εντός έξι μηνών με δυνατότητα παράτασης επιπλέον τριών μηνών για την κανονική διαδικασία, όταν υπάρχον μαζικές αφίξεις αλλοδαπών. Για την ταχύρρυθμη διαδικασία η εξέταση ολοκληρώνεται εντός 20 ημερών με δυνατότητα παράτασης επιπλέον δέκα ημερών για τον ίδιο λόγο. Επίσης καθορίζονται οι προθεσμίες έκδοσης της απόφασης της Αρχής Προσφυγών που διακρίνονται σε πέντε κατηγορίες. Σημειώνεται ότι οι επιτροπές Προσφυγών απαρτίζονται πλέον από τρεις δικαστικούς λειτουργούς με τριετή ανανεούμενη θητεία.
Επιπροσθέτως, προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης αίτησης ακύρωσης κατά απόφασης των επιτροπών Προσφυγών τόσο από τους αιτούντες όσο και από τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη. Την αρμοδιότητα εκδίκασης των υποθέσεων αναλαμβάνουν τα Διοικητικά Πρωτοδικεία της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, με σκοπό την ταχεία εκδίκαση των υποθέσεων αυτών.
Επίσης, καταργείται η δυνατότητα πρόσβασης στην απασχόληση του αιτούντα άσυλο, αμέσως μετά τη λήψη του δελτίου αιτούντος και παρέχεται δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά εργασίας μετά την πάροδο έξι μηνών από την ολοκλήρωση της διαδικασίας κατάθεσης της αίτησης διεθνούς προστασίας, εφόσον δεν έχει ληφθεί απόφαση σε πρώτο βαθμό. Σε περίπτωση απορριπτικής απόφασης ανακαλείται το δικαίωμα πρόσβασης σε εξαρτημένη εργασία. Μέχρι να αποκτήσουν δικαίωμα στην εργασία οι αιτούντες λαμβάνουν την Κάρτα Υγειονομικής Περίθαλψης Αλλοδαπού (ΚΥΠΑ), η οποία έχει διάρκεια ισχύος αντίστοιχη με τη διάρκεια ισχύος των δελτίων τους, εκτός από τις εγκύους για τις οποίες ισχύει για ένα έτος. Η ΚΥΠΑ ανανεώνεται κατά την ανανέωση του δελτίου αιτήσαντος ασύλου.
Τέλος, προβλέπεται η υποχρεωτική αποχώρηση από τις δομές φιλοξενίας των αναγνωρισμένων προσφύγων και των δικαιούχων επικουρικής προστασίας εντός προθεσμίας δύο μηνών από τη δημοσίευση του νόμου.