Η πανδημία της COVID-19 άλλαξε -ανάμεσα στα άλλα- και την ερωτική αλληλεπίδραση, ιδίως εν μέσω Καραντίνας, η οποία δοκίμασε και δοκιμάζει τις σχέσεις παντρεμένων και μη ζευγαριών που αναγκάστηκαν να περνούν πολλαπλάσιες ώρες μαζί, την ίδια στιγμή που αύξησε δραματικά τα ποσοστά διαδικτυακής επικοινωνίας και ερωτικής αλληλεπίδρασης μέσω του internet.
Ο SARS-CoV-2, αντιπροσωπεύοντας μια πρωτόγνωρη βιολογική αλλά και κοινωνικοπολιτική απειλή, άλλαξε τα δεδομένα της παγκόσμια «βιόσφαιρας», επέβαλλε αποστασιοποίηση και περιορισμό επαφών, με τους σύγχρονους «netizens» (τους πολίτες, δηλαδή, του διαδικτύου), να ζητούν την κάλυψη αυτών των κενών στην ήδη -και προ της COVID-19- διογκωμένη «πληροφοριόσφαιρα» του πολιτισμού μας.
Με το 50%, του παγκόσμιου πληθυσμού να είναι συνδεδεμένο, ήδη από τα χρόνια προ της απειλής του SARS-CoV-2, στο διαδίκτυο και με το Facebook να αριθμεί 2,1 δισεκατομμύρια μέλη και 1,7 δισεκατομμύρια καθημερινούς χρήστες, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η ανάλυση της σχέσης συγκεκριμένων γνωρισμάτων της προσωπικότητας των χρηστών, με ορισμένα χαρακτηριστικά όχι μόνο του Facebook, αλλά και των υπόλοιπων μέσων κοινωνικής δικτύωσης
Στην εποχή του SARS-CoV-2….
Στην εποχή, τώρα, της COVID-19, σε όλη την «οικογένεια εφαρμογών» που περιλαμβάνει το Facebook, το Instagram, το Messenger και το WhatsApp, οι καθημερινά ενεργοί χρήστες (Daily Active Users – DAUs) ανήλθαν στα 2,36 δισεκατομμύρια, ενώ οι μηνιαίοι ενεργοί χρήστες έφτασαν τα 3 δισεκατομμύρια για πρώτη φορά. Το Facebook, μάλιστα, δήλωσε πως η εταιρεία σημείωσε αύξηση χρηστών με μέσο όρο περισσότερους από 1,73 δισεκατομμύρια ενεργούς χρήστες ημερησίως (DAUs) τον Μάρτιο του 2020.
Το Facebook και οι δημοφιλείς θυγατρικές του, το Instagram και το WhatsApp ανακοίνωσαν τον Σεπτέμβριο του 2020, μία ημερήσια αύξηση των καθημερινών χρηστών κατά 2,5 εκατομμύρια, στις πλατφόρμες τους. Πρόκειται για αύξηση των τακτικών χρηστών κατά 15% συγκριτικά με τον Σεπτέμβριο του 2019, αλλά μόνο κατά 3% συγκριτικά με τους χρήστες του Ιουνίου 2020, όταν πάμπολλοι έγκλειστοι στα σπίτια τους Αμερικανοί και Καναδοί παρέμεναν κολλημένοι με τις ώρες στις οθόνες τους.
Η εταιρεία του Μαρκ Ζάκερμπεργκ διαπίστωσε ότι ο αριθμός των χρηστών στις ΗΠΑ και στον Καναδά μειώνεται και πληροφόρησε τους επενδυτές ότι αυτή η τάση αναμένεται να συνεχιστεί. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι πρόκειται για τις δύο πλέον επικερδείς αγορές για το Facebook και τις θυγατρικές του.
Το επίσης δημοφιλές στους νέους (αλλά και στον τέως πλανητάρχη Ντόναλντ Τραμπ) Twitter, ανακοίνωσε 187 εκατ. καθημερινούς χρήστες το τρίμηνο Ιουλίου-Σεπτεμβρίου, μόλις 1 εκατ. περισσότερους συγκριτικά με τους χρήστες της αντίστοιχης περιόδου του 2019.
Και στην προ covid-19 εποχή και τώρα, ο κίνδυνος του revenge porn….
Όπως έχει υποστηριχθεί από πολλούς επιστήμονες ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης (Cooper 1998, Lasch1979, Rinsl ey 1986, Stone 1998), δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ζούμε σε έναν ναρκισσιστικό πολιτισμό. Είμαστε δέσμιοι των ηλεκτρονικών πολυμέσων που επιβάλλουν και διογκώνουν επιφανειακές εικόνες και αγνοούν την ουσία και το βάθος των πραγμάτων. Δεν είναι, λοιπόν, απροσδόκητο να βλέπουμε την τάση ψηφιακής αυτό- και έτερο-καταγραφής προσωπικών στιγμών να κατακλύζει την ερωτική ζωή, κυρίως των νεαρών ατόμων, τα οποία αναζητούν διαρκώς αυτοεπιβεβαιωτικές εξεικονίσεις των ερωτικών τους κατακτήσεων και επιδόσεων.
Το Quarantexting αναδύθηκε ως μια καινοφανής συνήθεια, εν μέσω των συνθηκών απομόνωσης και ερωτικής αποστασιοποίησης που επέβαλε η καραντίνα. Το sexting έγινε συχνά ο αποκλειστικός τρόπος εκ του μακρόθεν ερωτικής αλληλεπίδρασης, συχνά με ανταλλαγή φωτογραφιών ή άλλων ηλεκτρονικών καταγραφών ερωτικού περιεχομένου, ακόμη και μεταξύ ατόμων που στην φυσική –δηλαδή την πραγματική, την εκτός πληροφοριόσφαιρας- ζωή μπορεί να μη γνωρίζονταν καν μεταξύ τους. Αυτό το ηλεκτρονικώς αποθηκευμένο ερωτικό περιεχόμενο, μπορεί στο μέλλον να χρησιμοποιηθεί εκδικητικά, αν μία «σχέση της καραντίνας» αποδειχθεί χωρίς προοπτική.
Στη βάση, λοιπόν, αυτών των κατακριτέων συμπεριφορικών μοτίβων που εμπλέκουν το revenge porn, στη διαπροσωπική επικοινωνία και στην ερωτικο-συναισθηματική αλληλεπίδραση, τοποθετούνται στοιχεία ναρκισσιστικής παθολογίας του θύτη. Οι παθολογικές μορφές του ναρκισσισμού αντανακλώνται στην ποιότητα των σχέσεων που συνάπτει το άτομο. Όπως αναφέρει ο Gabbart (2005), μια τραγωδία που ζουν αυτά τα άτομα είναι η ανικανότητά τους να αγαπούν. Το άτομο με ναρκισσιστική δoμή προσωπικότητας προσεγγίζει τους άλλους ως αντικείμενα που, αφού τα εκμεταλλευθεί, τα εγκαταλείπει, ανάλογα με τις ανάγκες του, χωρίς να ενδιαφερθεί για τα συναίσθημά τους.
Όλοι μας, αναζητούμε το «καθρέφτισμά» μας στον ερωτικό μας σύντροφο, ως επιβεβαίωση αποδοχής. Όταν ο ναρκισσιστής –συνήθως άνδρας- νιώσει εγκαταλειμμένος από τη σύντροφό του, ή αν κατά οποιονδήποτε τρόπο, αισθανθεί αποστερημένος από την αποδοχή που εκείνη του προσέφερε, τότε εκδηλώνει επιθετικότητα, ως αντίδραση στη μη ικανοποίηση των αναγκών του για κατοπτρισμό και εξιδανίκευση. Τα υψηλά αυτά επίπεδα της επιθετικότητάς ωθούν ένα άτομο με έντονα ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά στο να γίνεται επιβλαβές προς το ερωτικό του αντικείμενο, αισθανόμενο πως έτσι αμύνεται στην πραγματική ή φαντασιακή απόρριψη που εισέπραξε.
Netizens («Δικτυϊτές» – πολίτες του διαδικτύου), αντί του citizens (πολίτες),
Αυτός είναι ο καινούριος όρος που προτάθηκε για την περιγραφή των πολιτών της νέας εποχής. Διαστάσεις της προσωπικότητας όπως η εξωστρέφεια, η δεκτικότητα και η ανοικτή στάση στις νέες εμπειρίες έχουν βρεθεί να σχετίζονται θετικά με τη χρήση των social media, με τον χρόνο που το άτομο ξοδεύει σε αυτά και με τον αριθμό των διαδικτυακών του φίλων. Αντίθετα η ικανότητα να είναι κάποιος κοινωνικά ευχάριστος και η ευσυνειδησία φαίνεται να σχετίζονται αρνητικά με τη χρήση των Ιστοτόπων Κοινωνικής Δικτύωσης.
Οι έρευνες δείχνουν ότι η έντονη και μακροχρόνια χρήση του Facebook σχετίζεται με χαμηλή ικανοποίηση από τη ζωή.
Σε μία άλλη έρευνα, η συχνή και διαρκής αλληλεπίδραση στο Facebook συσχετίσθηκε με μεγαλύτερη δυσφορία και αρνητική εκτίμηση εαυτού που αυξάνουν τα καταθλιπτικά συμπτώματα.
Ανάλογη έρευνα που έλαβε χώρα στις Η.Π.Α. συμπέρανε πως όσο μεγαλύτερη είναι η αυτοεκτίμηση κάποιου, τόσο λιγότερος είναι ο χρόνος που περνά συνδεδεμένος στο Facebook. Την ίδια στιγμή, η χρήση των Ιστοτόπων Κοινωνικής Δικτύωσης αποκτά αυξημένη σημασία για τους ντροπαλούς χρήστες με μειωμένη αυτοεκτίμηση, καθώς το Facebook εμφανίζεται να βοηθά στην αύξησή της.
Τώρα που η καραντίνα αύξησε τον χρόνο που περνάμε διασυνδεδεμένοι, όλα τα παραπάνω πρέπει να επανεκτιμηθούν. Όσο η συγκυρία μας υποχρεώνει να περνάμε περισσότερο χρόνο αλληλεπίδρασης στο διαδίκτυο, τόσο χρησιμότερη είναι η δυνατότητα «ανάγνωσης» χαρακτηριστικών της προσωπικότητας των ατόμων που μπορεί να βρίσκονται στο άλλο άκρο της ψηφιακής «γραμμής», συχνά προστατευμένοι από την απόσταση, την ανωνυμία, την απόκρυψη ή την ψευδολογία.
Όσοι «ποστάρουν» συχνές αναρτήσεις σχετιζόμενες με τον ερωτικό τους σύντροφο τείνουν να εμφανίζουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, ενώ όσοι ποστάρουν σχετικά με τα παιδιά τους εμφανίζουν υψηλούς δείκτες ευσυνειδησίας (τύπος ανθρώπου που φέρνει σε πέρας αυτά που του ανατίθενται).
Συγκρίνοντας, τώρα, διαδικτυακές συμπεριφορές και χαρακτηριστικά προσωπικότητας σε Facebook, Twitter και Instagram, παρατηρούμε ότι η συμμετοχή στο Twitter φαίνεται να σχετίζεται με ναρκισσιστικά γνωρίσματα της προσωπικότητας, καθώς και με αγχώδεις και καταθλιπτικές εκδηλώσεις.
Άτομα με χειριστικά στοιχεία προσωπικότητας (δηλαδή άτομα συναισθηματικώς αποσυνδεδεμένα, με ροπή χρησιμοποίησης των άλλων για την ικανοποίηση των προσωπικών τους σκοπών) τείνουν να περιορίζουν, σκοπίμως, τις προσωπικές πληροφορίες που παρέχουν, προτιμώντας να μοιράζονται πληροφορίες για γεγονότα (events) που τους κάνουν να δείχνουν σημαντικοί.
Οι χρήστες του Twitter εμφανίζονται με χαμηλότερη αυτοεκτίμηση, σε σχέση με τους χρήστες του Facebook. Αυτό εξηγείται αφ’ ενός γιατί το “Tweeting” λειτουργεί περισσότερο ως μία αυτό-παρουσίαση σε ένα μεγάλο κοινό, παρά ως αμοιβαία επικοινωνία και αφ’ ετέρου γιατί λειτουργεί συχνά και ως φόρουμ συζήτησης ψυχιατρικών προβλημάτων, προσελκύοντας άτομα που υποφέρουν από ψυχικές νόσους
Άτομα με χειριστικά στοιχεία προσωπικότητας (δηλαδή με τάση να χρησιμοποιούν τους άλλους για την κάλυψη των προσωπικών τους αναγκών) προτιμούν το Twitter, καθώς αρέσκονται σε σύντομες αναρτήσεις που δεν αποκαλύπτουν πολλά για τον εαυτό τους, σε αντίθεση με τους «νάρκισσους» που δείχνουν προτίμηση σε μακροσκελέστερα ποσταρίσματα, με μεγαλύτερες προτάσεις αυτοπροβολής – αυτοέκθεσης.
Τοξικα ποσταρίσματα
Τέλος, ιδιαίτερα εν μέσω καραντίνας, αυξήθηκαν οι γενικευμένες ψηφιακές απειλές και τα υποτιμητικά και προσβλητικά σχόλια είτε στοχευμένα είτε αόριστα, πολλές φορές, μάλιστα στο πλαίσιο της δημόσιας αντιπαράθεσης για τις διαστάσεις της COVID-19 και τα σχετικά συνωμοσιολογικά σενάρια.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι ένας τοίχος όπου ο καθένας μπορεί να «μουτζουρώσει χωρίς να λερωθεί πραγματικά». Παρά την επιφαινόμενη απόσταση ασφαλείας που προσφέρει το ψηφιακό περιβάλλον των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, εκκολάπτοντας τέτοιες συμπεριφορές, κανείς δεν μπορεί να μουτζουρώσει, αν δεν είναι ο ίδιος ή η ίδια λερωμένος μέσα του. Το γράψιμο απειλών ή υποτιμητικών και προσβλητικών σχολίων, ως απάντηση σε αναρτήσεις άλλων, μπορεί να υποκρύπτει ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά, όπως και το συχνό ανέβασμα «ποσταρισμάτων» που σχετίζονται με βασικές ανάγκες, προσωπική ικανοποίηση, θέματα εξουσίας και πολιτικής.
Εν κατακλείδι, το ίδιο το ψηφιακό υπόστρωμα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι που βοηθά στο να αναπτυχθούν τα σχήματα εξιδανίκευσης-υποτίμησης τα οποία χαρακτηρίζουν συγκεκριμένες διαταραχές προσωπικότητα και φυσικά, καθώς αλληλεπιδρούμε πλέον εν μέσω επαπειλούμενων και πρωτόφαντων υγειονομικών, οικονομικών και κοινωνικών καταστροφών, δεν πρέπει να λησμονούμε τα λόγια του Μάρκες, στον «Έρωτα στα χρόνια της χολέρας». Πως «ο έρωτας γίνεται μεγαλύτερος και πιο ευγενικός μέσα στις καταστροφές».
Χρίστος Χ. Λιάπης MD, MSc, PhD, Ψυχίατρος – Διδάκτωρ Παν/μιου Αθηνών, Πρόεδρος ΚΕΘΕΑ