Συγχέοντας προφανώς το κόμμα του με τη ΝΔ και… προβάλλοντας στην κυβέρνηση την αυτοκριτική που θα έπρεπε να κάνει, ο Αλέξης Τσίπρας «βλέπει» τώρα ότι… διαψεύδονται οι προεκλογικές προσδοκίες των ψηφοφόρων της ΝΔ…
Συγκεκριμένα, σε συνέντευξή του στη Figaro, ο Αλέξης Τσίπρας μιλά για την ανάγκη να τερματιστούν οι πολιτικές λιτότητας που οδήγησαν την Ευρώπη στην κρίση, ενώ κάνει λόγο και για “διάψευση” των προεκλογικών προσδοκιών που είχε καλλιεργήσει η ΝΔ.
Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του ταξιδιού του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στο Παρίσι, ως προσκεκλημένος του πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας και πρύτανη του Πανεπιστημίου Sciences Po, Ενρίκο Λέτα, για να πραγματοποιήσει κεντρική ομιλία για τα εγκαίνια της νέας έδρας σπουδών “Δημοσίου Χρέους”.
Σχετικά με το εκλογικό αποτέλεσμα του Ιουλίου, ο κ. Τσίπρας, αναφέρει ότι «βγάλαμε την Ελλάδα από τον οκταετή φαύλο κύκλο των Μνημονίων και δώσαμε τέλος στην κρίση», όμως υπήρχε συσσωρευμένη κόπωση του ελληνικού λαού από την πολυετή λιτότητα, κόπωση που «συχνά κάνει τα αυτιά πολλών ευήκοα στην ψηφοθηρική δημαγωγία και το δεξιό λαϊκισμό». Επ’ αυτού κατηγόρησε τη ΝΔ για την προεκλογική στάση της σε προσφυγικό, Συμφωνία των Πρεσπών και μεσαία τάξη, για να σημειώσει πως «η ΝΔ ως κυβέρνηση διαψεύδει με μεγάλη ταχύτητα όλες τις προσδοκίες που είχε δημιουργήσει, αποδεικνύοντας, έτσι, τη χωρίς ηθικό φραγμό δημαγωγία της και εμπαιγμό των πολιτών ως αντιπολίτευση».
Ο κ. Τσίπρας υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση «οφείλει τα περιθώρια που έχει στην αποτελεσματική οικονομική πολιτική της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ». Λέει, επίσης, ότι παρέδωσε τη χώρα με οικονομία «σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης και άνοδο του ΑΕΠ στο 2%», ρύθμιση του χρέους και μαξιλάρι 37 δισ. ευρώ με ταυτόχρονη «δημοσιονομική υπεραπόδοση, άνοδο των επενδύσεων, των εξαγωγών και της ιδιωτικής κατανάλωσης, αύξηση του κατώτατου μισθού και μείωση της ανεργίας κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες, από 26,5% το 2014 στο 16,9% τον Ιούλιο του 2019». Επικρίνει την κυβέρνηση ότι αξιοποιεί το δημοσιονομικό περιθώριο «προς όφελος μιας μικρής επιχειρηματικής ελίτ, των μεγάλων επιχειρήσεων των πολύ υψηλών εισοδημάτων, που είναι τα πολιτικά και κοινωνικά στηρίγματά της, σε βάρος της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων».
Υποστηρίζει, ακόμα, πως η κυβέρνηση «αποδεικνύει ότι χρησιμοποίησε τη μεσαία τάξη προεκλογικά ως σημαία ευκαιρίας», σημειώνει ότι «το πολιτικό ζήτημα είναι υπέρ ποιων κοινωνικών στρωμάτων αξιοποιείται το δημοσιονομικό περιθώριο», και προσθέτει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να εγκαταλείπει τα χαμηλά στρώματα, είχε επεξεργαστεί και ανακοινώσει για το 2020 συγκεκριμένα μέτρα που θα μείωναν σημαντικά το φορολογικό βάρος της μεσαίας τάξης και «θα βελτίωναν το βιοτικό επίπεδό της, σε αντίθεση με τη σημερινή κυβέρνηση που επιβαρύνει με πολλούς τρόπους την καθημερινότητά της».
«Παράλληλα», συμπληρώνει, «είχαμε προγραμματίσει νέα αύξηση του κατώτατου μισθού και μείωση του φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων, καθώς επίσης και σημαντική αύξηση του συντελεστή αποσβέσεων -όχι του εισοδήματος των μεγαλομετόχων, όπως κάνει η σημερινή κυβέρνηση- ώστε να ενισχυθούν οι επενδύσεις».
Μιλώντας για το αποτύπωμα που άφησε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Τσίπρας, πέρα από την οικονομία, στέκεται στη μείωση της ανεργίας (δέκα μονάδες συνολικά, 20 μονάδες για τους νέους), στη μείωση της φτώχειας, πρώτη φορά μετά από μια δεκαετία, την εξασφάλιση δωρεάν πρόσβασης σε όλους τους ανασφάλιστους πολίτες στο ΕΣΥ, στις συμφωνίες για σημαντικά έργα υποδομών και αναβάθμιση των λιμανιών, με τις οποίες «θέσαμε τις βάσεις για να γίνουμε κόμβος μεταφορών, ενέργειας και εμπορίου στην περιοχή».
Ιδιαίτερη μνεία κάνεις και στην αναβάθμιση του διπλωματικού ρόλου της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή. «Σε μια περίοδο, μετά το 2014, που η ενταξιακή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων είχε παγώσει, οι κρίσεις αυξάνονταν ραγδαία (Αλβανία, Κόσοβο, Βόρεια Μακεδονία, Μαυροβούνιο) και ενισχυόταν ο εθνικισμός και η επιρροή τρίτων δυνάμεων στην περιοχή, δημιουργήσαμε μια νέα ευρωπαϊκή δυναμική το 2018, επιλύοντας το ονοματολογικό, που ταλάνιζε τα Βαλκάνια και τη σχέση μας με τη γείτονά μας, για 27 χρόνια», λέει και τονίζει «πόσο επιτακτική ανάγκη είναι να διατηρηθεί αυτή η δυναμική σήμερα, με την απαραίτητη συμβολή της Γαλλίας».
Υπογραμμίζει ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ διαχειρίστηκε την προσφυγική και μεταναστευτική κρίση «στη βάση του διεθνούς δικαίου απέναντι στις δυνάμεις τις ευρωπαϊκής και ελληνικής ακροδεξιάς», αναφέρεται στη Δήλωση ΕΕ – Τουρκίας για το προσφυγικό, και επισημαίνει: «φτάσαμε πιο κοντά από ποτέ στην επίλυση του Κυπριακού. Με την αύξηση δε της επιθετικότητας της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ, συμβάλαμε καθοριστικά στην υιοθέτηση ευρωπαϊκών κυρώσεων εις βάρος της».
Όσον αφορά στην ΕΕ, σημειώνει πως αν οι προοδευτικές δυνάμεις δεν ενωθούν γύρω από ένα νέο όραμα για την Ευρώπη άμεσα, οι συνέπειες για τους Ευρωπαίους πολίτες και το ευρωπαϊκό εγχείρημα, «θα είναι οδυνηρές για τις επόμενες δεκαετίες».
Τονίζει ότι πλέον είναι σαφές πως «οι πολιτικές λιτότητας και ανισοτήτων που οδήγησαν την Ευρώπη στην κρίση και δυσκόλεψαν την έξοδό της από αυτήν, είναι ακόμα πιο ενισχυμένες». Αναφέρεται στη συζήτηση που είχαν ξεκινήσει στην Πνύκα με τον Γάλλο Πρόεδρο Μανουέλ Μακρόν, με έμφαση στην ανάγκη για μεταρρύθμιση της ευρωζώνης, καθώς και στη συζήτηση για την αναθεώρηση του Σύμφωνου Σταθερότητας, οι οποίες -όπως είπε- είναι σήμερα «πιο σημαντικές από ποτέ». Κληθείς να σχολιάσει δήλωση του Μ. Μακρόν ότι το όριο του 3% του ΑΕΠ του ελλείμματος είναι ξεπερασμένο και πρέπει να αλλάξει, ο κ. Τσίπρας λέει: «με το να φορτώνουμε εκ των προτέρων την Ευρώπη με σκληρούς δημοσιονομικούς κανόνες με υφεσιακή ροπή, βάζουμε φρένο στην ανάπτυξη. Δεν χρειάζεται να καίμε το δάσος για να σκοτώσουμε το φίδι. Το όριο δημοσιονομικού ελλείμματος στο 3% του ΑΕΠ είναι, πράγματι, πολλαπλά προβληματικό».
Εκτιμά ότι η Ευρώπη επιμένει στη στήριξη πολιτικών λιτότητας που οδήγησαν στην οικονομική κρίση, στη διατήρηση της Συνθήκης του Δουβλίνου που δεν επιτρέπει στην ΕΕ να διαχειριστεί δίκαια και αποτελεσματικά το προσφυγικό-μεταναστευτικό». Πρέπει άμεσα, λέει ο κ. Τσίπρας, να ξαναρχίσει σοβαρή συζήτηση για τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης, την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, την τραπεζική ένωση με έναν κοινό ευρωπαϊκό μηχανισμό ασφάλισης καταθέσεων και τη νομική κατοχύρωση του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων. Προσθέτει ότι «πρέπει να μιλήσουμε ανοιχτά για ένα νέο Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου που να συμπεριλαμβάνει έναν ισχυρό ευρωπαϊκό μηχανισμό επιστροφών, αλλά και μια νέα ευρύτερη ευρωπαϊκή πολιτική για τις χώρες προέλευσης και διέλευσης».
Αναφορικά με τον διεθνή ρόλο της ΕΕ υποστηρίζει ότι αυτό σημαίνει ενισχυμένο αμυντικό βραχίονα, νέα μεθοδολογία για τη διεύρυνση, αλλά και γενναία βήματα για τα Δυτικά Βαλκάνια, όπως η άμεση έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων για τη Βόρεια Μακεδονία και η θέσπιση Οδικού Χάρτη για την Αλβανία. «Σημαίνει ενεργή εμπλοκή στη δίκαιη και βιώσιμη επίλυση του Κυπριακού, αλλά και στην εξασφάλιση της ειρήνης και σταθερότητας στην Ουκρανία, τη Συρία, τη Λιβύη καθώς και επίλυση του Παλαιστινιακού» εξηγεί.
Ερωτηθείς και για τη διαπραγμάτευση του ’15 τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι «πράξαμε το καλύτερο που ήταν εφικτό για τη χώρα μου και τον ελληνικό λαό, απέναντι σε μια τεχνοκρατική, πολλές φορές κυνική και ιδεοληπτικά νεοφιλελεύθερη Ευρώπη». Σχολιάζει πως «η μη διαπραγμάτευση των προηγούμενων κυβερνήσεων δεν είχε κόστος μόνον για τους δανειστές», όμως «για τη χώρα και τον λαό είχε, δυστυχώς, βαρύτατο κόστος: δύο Μνημόνια, που ισοπέδωσαν και οδήγησαν στην φτωχοποίηση την κοινωνική πλειοψηφία των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων». Αναφέρει ότι η διαπραγμάτευση πέτυχε μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους που απέφευγαν έως τότε οι δανειστές και η συμφωνία μείωνε τα πρωτογενή πλεονάσματα «σε σχέση με τις δεσμεύσεις της προηγούμενης κυβέρνησης» και, άρα, μείωνε του συνολικού κόστους της δημοσιονομικής προσαρμογής, προέβλεπε διάθεση κονδυλίων για την ανάπτυξη, απέτρεπε οποιαδήποτε μείωση στις αποδοχές των εργαζομένων, διατηρούσε σε ισχύ το νόμο του ΣΥΡΙΖΑ για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και επανέφερε σε ισχύ το θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων που είχαν καταργήσει οι δανειστές.
Τέλος, ερωτηθείς αν έχει δει την ταινία του Κ. Γαβρά, απαντά ότι την παρακολούθησε, για να σημειώσει: «δώσαμε έναν άνισο αγώνα και είναι σαφές ότι η ταινία αντανακλά αυτήν την προσπάθεια». Προσθέτει ότι το βιβλίο πάνω στο οποίο βασίζεται η ταινία μόνο κατά το ένα τρίτο ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ότι «όλη αυτή η προσπάθεια του πρώτου εξαμήνου στη διακυβέρνηση, αντανακλούσε τους συλλογικούς πόθους και αγώνες ενός ολόκληρου λαού».
Και καταλήγει: «στην ανάλυση της αριστεράς την ιστορία τη γράφουν οι λαοί και όχι δήθεν αδικημένοι σουπερ ήρωες».