Ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί ακόμη να κερδίσει τις εκλογές. Κάτι που έχει 10% με 15% πιθανότητες να συμβεί μπορεί πάντα να συμβεί. Ακόμη περισσότερο από το 2016, όμως, αν κερδίσει αυτή τη φορά ο Τραμπ, θα πρέπει να αποδώσουμε τη νίκη του στη θεία πρόνοια, αφού αυτό που παρακολουθούμε είναι η προσπάθεια ενός απερχόμενου προέδρου να αυξήσει τη διαφορά με την οποία θα χάσει.
Ας αρχίσουμε με το μήνυμα για την επανεκλογή του, αν υποθέσουμε ότι υπάρχει κάτι τέτοιο.
του Ross Douthat (*)
Το 2016, το μήνυμα του Τραμπ κατά της Χίλαρι Κλίντον, όπως και το μήνυμά του κατά του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στις προκριματικές εκλογές, είχε μια σαφήνεια και μια συνέπεια: η υποψήφια των Δημοκρατικών υποστήριζε βλακώδεις εμπορικές συμφωνίες, τασσόταν υπέρ βλακωδών πολέμων και ξεπουλούσε τη χώρα σε ειδικά συμφέροντα και ξένες κυβερνήσεις. Αν την ψηφίσετε θα έχετε περισσότερα κλειστά εργοστάσια, περισσότερους νεκρούς και ανάπηρους στρατιώτες, περισσότερους παράτυπους μετανάστες, περισσότερες εξουσίες στη Γουολ Στριτ και το κράτος.
Το 2020, αντιθέτως, το επιτελείο του Τραμπ κινείται μεταξύ δύο εντελώς διαφορετικών αφηγημάτων. Το ένα επιχειρεί να επαναλάβει την προηγούμενη εκστρατεία, απεικονίζοντας τον Τζο Μπάιντεν ως ενσάρκωση ενός αποτυχημένου κατεστημένου, ο οποίος θα ξεπουλήσει τα αμερικανικά συμφέροντα στην Κίνα. Το άλλο δίνει έμφαση στην ηλικία του Μπάιντεν, εμφανίζοντάς τον ως Δούρειο Ιππο της ριζοσπαστικής Αριστεράς, όχι μόνο της Κάμαλα Χάρις αλλά και της Αλεξάντρα Οκάζιο-Κορτές και των antifa.
Ενας λαμπρός πολιτικός θα μπορούσε να συνδυάσει αυτά τα δύο αφηγήματα, στα χείλη του Τραμπ όμως οι αντιφάσεις τους είναι εμφανείς. Χωρίς τον Στιβ Μπάνον να τον κρατάει προσγειωμένο ή τη Χίλαρι Κλίντον να τον κρατάει συγκεντρωμένο, ο αμερικανός πρόεδρος συμπεριφέρεται ξανά σαν να είναι υποψήφιος για την παρουσίαση μιας τηλεοπτικής εκπομπής.
Η μεγαλύτερη αποτυχία του όμως αφορά το μέτωπο της πολιτικής. Υπάρχουν δύο πράγματα που ενδιαφέρουν τους ψηφοφόρους σε αυτές τις εκλογές: η πανδημία και η οικονομία. Οι επιδόσεις του Τραμπ αναφορικά με την πανδημία είναι κάκιστες, στην οικονομία όμως τα πράγματα δεν είναι άσχημα γι’αυτόν, αν λάβει κανείς υπόψη του τα χαμηλά ποσοστά ανεργίας πριν από την πανδημία και τη βοήθεια που αποτέλεσαν για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις τα επιδόματα της Covid-19.
Η στρατηγική λοιπόν του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου θα έπρεπε να είναι προφανής: ρίχνω περισσότερα λεφτά στην οικονομία, παίρνω την πανδημία σοβαρά και υπόσχομαι ότι η χρήση μάσκας και τα επιδόματα θα αποτελέσουν μια γέφυρα για το εμβόλιο και την κανονικότητα το 2021.
Αλλά ο Τραμπ ακολουθεί την αντίθετη προσέγγιση. Αφού αγνόησε για μήνες τις διαπραγματεύσεις για την οικονομική ενίσχυση, ενεπλάκη σε αυτές μόνο όταν ήταν πλέον εξαιρετικά αποδυναμωμένος. Στο μεταξύ δεν έπαψε να επιμένει ότι υπερβάλλουμε στη στάση μας απέναντι στην πανδημία, αφού έτσι κι αλλιώς βρισκόμαστε κοντά στην ανοσία της αγέλης.
Είναι αλήθεια ότι η λύση του λοκντάουν δεν μπορεί να επαναληφθεί, τα σχολεία πρέπει να παραμείνουν ανοιχτά και ο ιός είναι λιγότερο φονικός απ’ ό,τι προέβλεπαν τα αρχικά καταστροφολογικά σενάρια. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι η πανδημία μπορεί να υποτιμηθεί. Η ανοσία της αγέλης είναι ένας κινούμενος στόχος: μπορείς να την πετύχεις πρόσκαιρα χάρις στις συνθήκες φυσικής απόστασης, μόλις χαλαρώσεις όμως οι στόχοι αλλάζουν. Αυτό συνέβη στην Ευρώπη, που επέστρεψε σε μια κανονική ζωή στις αρχές του καλοκαιριού, για να πέσει θύμα τώρα ενός σαρωτικού δεύτερου κύματος. Αυτό συμβαίνει και στην Αμερική, όπου τα κρούσματα αυξάνονται, οι εισαγωγές στα νοσοκομεία αυξάνονται και οι θάνατοι, αν προς το παρόν διατηρούνται σε περίπου 700 την ημέρα, είναι βέβαιο ότι θα πάρουν και πάλι την ανιούσα τον ερχόμενο μήνα.
Αυτό σημαίνει ότι ο Τραμπ διαλέγει να κηρύξει τον πόλεμο στα τεστ την ώρα ακριβώς που το κύμα που είχαν προβλέψει ο Αντονι Φάουτσι και οι άλλοι ειδικοί κάνει την εμφάνισή του. Η άρνηση του αμερικανού προέδρου να δει κατάματα το πρόβλημα θα οδηγήσει σε περιττούς θανάτους Αμερικανών. Και αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς ο Τραμπ του 2020 εγκατέλειψε το μεγαλύτερο πλεονέκτημα που είχε το 2016: την απόστασή του από την ιδεολογική αρτηριοσκλήρυνση της αντικυβερνητικής Δεξιάς.
Ο Θεός των εκπλήξεων μπορεί ακόμη να τον σώσει. Κάθε απόφαση όμως που λαμβάνει πλέον μόνος του αποτελεί συνταγή μιας πολιτικής ήττας.
(*) Ο Ρος Ντάτχατ είναι αρθρογράφος των New York Times
(Πηγή: New York Times)