«Προχωρήστε σε μια γερή ανακαίνιση του σπιτιού προτού να έρθουν οι βροχές και ετοιμαστείτε να αντιμετωπίσετε τις σοβαρές δοκιμασίες των σφοδρών ανέμων, των υψηλών κυμάτων, ακόμη και των άγριων θαλασσών». Σε αυτή τη γλαφυρή αποστροφή συμπυκνώνεται το πνεύμα της εισηγητικής ομιλίας του Κινέζου ηγέτη Σι Τζινπίνγκ στο 20ό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος, που άρχισε την Κυριακή και θα ολοκληρωθεί στο τέλος της τρέχουσας εβδομάδας, στο Πεκίνο.
Με έντονο ιδεολογικό φορτίο, η ομιλία του Σι, που κράτησε σχεδόν δύο ώρες, διαφοροποιούνταν αισθητά από τις εισηγήσεις προηγούμενων γενικών γραμματέων στα συνέδρια του Κομμουνιστικού Κόμματος, που συνέρχονται ανά πενταετία. Ενώ οι προκάτοχοί του εστίαζαν κυρίως στα θέματα της οικονομικής ανάπτυξης και της ανόδου του βιοτικού επιπέδου, η εισήγηση του Σι χρωματίστηκε κυρίως από τις αναφορές του στα ζητήματα εθνικής ασφάλειας, σε ένα διεθνές περιβάλλον αυξανόμενης αντιπαλότητας μεταξύ των δύο ισχυρότερων δυνάμεων του πλανήτη, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας.
«Τα επόμενα πέντε χρόνια θα είναι κρίσιμα», τόνισε ο Σι στους περίπου 2.300 συνέδρους. Αν και δεν κατονόμασε ευθέως τις ΗΠΑ ως μείζονα απειλή εθνικής ασφαλείας, επέμεινε στην ανάγκη να οικοδομήσει η χώρα του ισχυρότερο στρατό, παγκόσμιας κλάσης, και να «ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που ελλοχεύουν σε ειρηνικές περιόδους».
Δύο μήνες μετά τη σοβαρή ένταση στις σινοαμερικανικές σχέσεις λόγω της επίσκεψης της Νάνσι Πελόζι, προέδρου της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων, στην Ταϊβάν, ο Σι έστειλε μηνύματα αδιαλλαξίας και αποφασιστικότητας προς Ταϊπέι και Ουάσιγκτον. «Η επίλυση του προβλήματος της Ταϊβάν είναι υπόθεση του κινεζικού λαού και μόνον», υποστήριξε ο Κινέζος ηγέτης, για να προσθέσει: «Επιμένουμε στη γραμμή της ειρηνικής επανένωσης (Κίνας και Ταϊβάν) με απόλυτη ειλικρίνεια προθέσεων και συνέπεια πράξεων, αλλά δεν θα υποσχεθούμε ποτέ ότι θα παραιτηθούμε από τη χρήση βίας και διατηρούμε ανοιχτή την επιλογή να λάβουμε όλα τα αναγκαία μέτρα».
Εχοντας ήδη συμπληρώσει δέκα χρόνια στην ηγεσία του κόμματος, ο Σι Τζινπίνγκ ετοιμάζεται να σπάσει την παράδοση της μεταμαοϊκής εποχής και να εξασφαλίσει και τρίτη πενταετή θητεία – κάτι που αναμένεται να επισημοποιηθεί την ερχόμενη Δευτέρα, οπότε θα ανακοινωθεί η νέα κομματική ηγεσία, στην κορυφή της οποίας βρίσκεται η επταμελής Γραμματεία της Κεντρικής Επιτροπής και ο γενικός γραμματέας της. Εχοντας ήδη συγκεντρώσει στα χέρια του περισσότερες εξουσίες από κάθε άλλον ηγέτη μετά τον Μάο Τσετούνγκ, ο Σι χάραξε με την εισηγητική ομιλία του μια γραμμή συνέχειας και όχι ποιοτικών αλλαγών στα καίρια πεδία της εσωτερικής πολιτικής.
Προτού ανοίξει η αυλαία του συνεδρίου, αρκετοί διατηρούσαν ελπίδες χαλάρωσης της αμφιλεγόμενης πολιτικής για «μηδενική COVID», καθώς τα παρατεταμένα και δρακόντεια lockdowns έχουν συρρικνώσει επικίνδυνα την οικονομική ανάπτυξη (αναμένεται φέτος να είναι η μισή από τον διακηρυγμένο στόχο του 5,5%), διευρύνοντας ταυτόχρονα την κοινωνική δυσφορία για τους εγκλεισμούς. Προ ημερών, παρά τα αυστηρά μέτρα ασφαλείας στο Πεκίνο ενόψει του επικείμενου συνεδρίου, ένας άνδρας κρέμασε από γέφυρα της πρωτεύουσας αεροπανό που αποκαλούσε τον Σι «δικτάτορα» και καλούσε τους πολίτες να κατέβουν σε πολιτική απεργία. Ωστόσο ο Σι υπερασπίστηκε την πολιτική της «μηδενικής COVID», υπογραμμίζοντας ότι η υγεία και η ασφάλεια των ανθρώπων έχουν προτεραιότητα έναντι των προσωρινών προβλημάτων στην οικονομική ανάπτυξη.
Απολογισμός δεκαετίας
Στην ομιλία του, που μεταδόθηκε από το εθνικό ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο, ο Σι εξήρε τα επιτεύγματα της δεκαετίας του σε διάφορους τομείς, από την προστασία του περιβάλλοντος μέχρι την «αποκατάσταση της τάξης και της δημόσιας ασφάλειας» (με την καταστολή των διαδηλώσεων υπέρ της δημοκρατίας) στο Χονγκ Κονγκ. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στην καταπολέμηση της διαφθοράς κρατικών και κομματικών αξιωματούχων. Σε συνέντευξη Τύπου που δόθηκε χθες στο περιθώριο του συνεδρίου, ανακοινώθηκε ότι στη διάρκεια της δεκαετίας Σι διερευνήθηκαν με υποψίες για διαφθορά περίπου πέντε από τα 96 εκατομμύρια των κομματικών μελών και στελεχών, επιβλήθηκαν πειθαρχικές κυρώσεις σε 207.000 αξιωματούχους και οδηγήθηκαν σε δικαστήρια 553 από αυτά. Αίσθηση προκάλεσε το γεγονός ότι δεν υπήρξε η παραμικρή αναφορά του προέδρου Σι στον πόλεμο που διεξάγει η σύμμαχός του Ρωσία στην Ουκρανία.