Λίγα γράμματα χωρίζουν τη λέξη “ιστορία” από την “υστερία” και την “αλήθεια” από την “αήθεια”. Λίγα γράμματα, αλλά τεράστιες αποστάσεις… Ανατρέχοντας προ ημερών στην επίσημη σελίδα της επιτροπής “Ελλάδα 2021” έπεσα πάνω στο μότο της, βασισμένο σε τέσσερις άξονες: “Σεβόμαστε την Ιστορία μας. Τιμάμε τους ανθρώπους μας. Αναδεικνύουμε τη χώρα μας. Περιγράφουμε το μέλλον μας”.

Ακούγεται κάπως αταίριαστη ως δήλωση, αν σκεφτεί κανείς τα όσα παράξενα διημείφθησαν στη μέχρι σήμερα πορεία τής Επιτροπής…

Το πρώτο κρούσμα εμφανίστηκε προ καιρού, όταν ακαδημαϊκός δάσκαλος του Εθνικού και… Καποδιστριακού (!) Πανεπιστημίου Αθηνών ανέλαβε την αποκαθήλωση του πρώτου μας Κυβερνήτη, Ιωάννη Καποδίστρια. Έτσι είχαμε την ευκαιρία να μάθουμε την “Ιστορία” αλλιώς… Ο συντάκτης του κειμένου, βασιζόμενος σε ανακριβείς πηγές ή, για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, σε σκόρπιες και όψιμες δηλώσεις των πολιτικών αντιπάλων του, που απηχούσαν κάποτε τα συμφέροντα κυρίως των ξένων, παρουσιάζει τον Καποδίστρια ως δικτάτορα, ως πονηρό παίκτη μιας διεθνούς πολιτικής σκακιέρας και σε κάποιες άλλες δημοσιεύσεις του, ακόμα και ως μια καλά αμειβόμενη “μεταγραφή από το εξωτερικό”…

Καημένε Καποδίστρια, τι σου’μελλε να πάθεις…  Ο Κυβερνήτης που θεμελίωσε  τις βασικές δομές του νεότερου ελληνικού κράτους, που οργάνωσε την εκπαίδευση, τη δικαιοσύνη, τον στρατό και τον στόλο, που έδωσε νόμισμα και υπόσταση στο Κράτος, δολοφονείται για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 1831 και ξαναδολοφονείται στις μέρες μας από μέλος της Επιτροπής για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση…

Καταρχάς, είναι περιττό να αναφέρουμε ότι ο Κυβερνήτης όχι μόνο αρνήθηκε οποιαδήποτε αμοιβή για τις υπηρεσίες του στην πατρίδα και μάλιστα δυο φορές, αλλά δαπάνησε την προσωπική του περιουσία τόσο για την επανάσταση, όσο και για την οργάνωση του νέου ελληνικού κράτους. Όλα αυτά είναι καταγεγραμμένα σε ιστορικά ντοκουμέντα της εποχής, όπως στα φύλλα οικονομικού απολογισμού της Εθνικής Συνέλευσης του Άργους, αλλά και στις σχετικές με τη μισθοδοσία απαντητικές επιστολές του προς το “Πανελλήνιον”, τη Βουλή δηλαδή που συγκροτήθηκε επί των ημερών του.

Αναφορικά τώρα με τη «δικτατορία Καποδίστρια» να πούμε ότι δεν είναι η πρώτη φορά που καλλιεργείται ως μύθος. Πρόκειται για ένα μύθευμα που κυκλοφορεί από καιρού εις καιρόν, με στόχο τον εντυπωσιασμό των αδαών.

Όσοι μελετούν σε βάθος τις πηγές, γνωρίζουν ότι μετά την Γ΄ Εθνοσυνέλευση, ο νεοαφιχθείς Κυβερνήτης παραλαμβάνοντας μια έτοιμη Βουλή κι ένα ψηφισμένο Σύνταγμα, κάλεσε όλους τους πολιτικούς παράγοντες για να τους εκθέσει τους προβληματισμούς του. Κατά την περίοδο εκείνη, τα περιθώρια ελιγμών της Ελλάδας ήταν πραγματικά στενά, μέσα σ’ένα ευρύτερο πλαίσιο άρνησης της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους. Σοβαρά νομικά και πολιτικά ζητήματα ανέκυπταν στο εσωτερικό, την ίδια στιγμή που ο Καποδίστριας διέβλεπε ότι είχε κληθεί να παραστήσει τον “διακοσμητικό” πολιτειακό παράγοντα, επικυρώνοντας απλώς τις εργασίες της Βουλής, χωρίς να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η οποιαδήποτε άποψη ή ένστασή του.

Ωστόσο, η οξυδέρκεια του Κυβερνήτη δεν του επέτρεπε να στραφεί εναντίον της ήδη υπάρχουσας Βουλής, βάζοντας τον λαό να επαναστατήσει εναντίον της, αλλά ούτε και να κηρύξει στρατιωτικό νόμο, παριστάνοντας τον δικτατορίσκο.

Απέναντι στο αδιέξοδο αυτό, ο Καποδίστριας σοφά πρότεινε τη “μεταβολή” του πολιτεύματος, η οποία έτυχε καθολικής αποδοχής από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της χώρας. Η “μεταβολή” θα διευκόλυνε τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που είχε κατά νου και ήταν η πρώτη και πιο ουσιαστική χειρονομία εθνικής ενότητας, ενώ ταυτόχρονα αποτέλεσε και μια συμβολική κίνηση αυτοδιάθεσης του ελληνικού έθνους.

Γι’αυτό και ουδέποτε μέχρι σήμερα του είχε αποδοθεί ο τίτλος του πραξικοπηματία είτε από ιστορικούς, είτε από πολιτικούς αντιπάλους. Η “μεταβολή” ήταν ένας αριστοτεχνικός ελιγμός, τον οποίο σήμερα μόνο λίγοι ιστορικοί- κυρίως ξένοι- αμφισβητούν, βασισμένοι σε μια εκ των υστέρων απλή αναφορά του Σπυρίδωνα Τρικούπη στο όνομά του.

Είναι προφανές και δε χωράει καμία αμφιβολία ότι ο ρόλος του Καποδίστρια ήταν καθοριστικός για την επιβίωση του ελληνικού κράτους. Κυβέρνησε συνετά και δημοκρατικά και στάθηκε όρθιος, κρατώντας όρθιο και ένα ολόκληρο έθνος. Μπροστά σ’αυτήν την αλήθεια, υποκλινόμαστε με σεβασμό. Κι αν δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε αυτό, τουλάχιστον ας μην την εξευτελίζουμε…

Ο Etienne Rey έλεγε πως “η αληθινή Iστορία είναι φτιαγμένη από τη σιωπή των νεκρών”. Εγώ θα το αντέστρεφα, λέγοντας πως η παραχάραξη της Ιστορίας είναι φτιαγμένη από τη φλυαρία των ζωντανών…

Ένα ακόμα θύμα της φλυαρίας υπήρξε και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Θύμα της πένας του ίδιου προσώπου που “φιλοτέχνησε” το πορτραίτο του Ιωάννη Καποδίστρια…

Σε μια ακόμα ανάρτησή του, η οποία εξαφανίστηκε σχεδόν αμέσως, ο Καραϊσκάκης παρουσιάζεται ως χυδαίος και κυνικός μισογύνης. Πατώντας πάνω στην αθυροστομία του, η οποία εξάλλου δεν ήταν κάτι το σπάνιο κατά τα χρόνια εκείνα, ο συντάκτης τού κειμένου αναλώνεται σε μια εντελώς ανούσια και αντιαισθητική ανάλυση της προσωπικής ζωής του. Και λέω “ανούσια” γιατί δεν έχει τίποτε να προσφέρει στην κατανόηση του ιστορικού γίγνεσθαι. Και ξαναλέω “αντιαισθητική” γιατί παραπέμπει σε λογικές “κλειδαρότρυπας” και άσκοπου κουτσομπολιού.

Φυσικό και επόμενο ήταν να προκληθούν έντονες αντιδράσεις. Η πρόσφατη παραίτηση τής διακεκριμένης μας ιστορικού κ. Μαρίας Ευθυμίου από την επιτροπή του “Ελλάδα 2021” έρχεται να επικυρώσει το κοινό αίσθημα.  

Παρ’όλα αυτά και επειδή απεχθάνομαι τους συλλήβδην αφορισμούς,  εξακολουθώ να πιστεύω ότι τα όσα ατυχή και παράδοξα καταγράφηκαν δεν σηματοδοτούν μια μη αναστρέψιμη βλάβη στο κύρος της Επιτροπής. Υπάρχουν καλές προθέσεις. Υπάρχουν ακόμα αξιόλογα μέλη. Υπάρχει όρεξη και σύνεση και σεβασμός.

Και πάνω απ’όλα υπάρχει η δέσμευση της Επιτροπής, όπως αυτή αποτυπώνεται στις τέσσερις φράσεις του μότο της:

“Σεβόμαστε την Ιστορία μας. Τιμάμε τους ανθρώπους μας. Αναδεικνύουμε τη χώρα μας. Περιγράφουμε το μέλλον μας”.

Το μόνο που μένει είναι να αποδειχθεί στην πράξη…


Άρθρο του Α’ Αντιπροέδρου της Βουλής και Βουλευτή Α’ Αθηνών της ΝΔ, κ. Νικήτα Κακλαμάνη