Με αναφορές στην προσωπική τους φιλία, ο πρωθυπουργός αποχαιρετά τον πρώην πρόεδρο του ΣτΕ Γ. Παναγιωτόπουλο που έφυγε από τη ζωή.
«Ο θάνατος του Γεώργιου Παναγιωτόπουλου γεμίζει θλίψη τον επιστημονικό κόσμο και την κοινωνία μαζί με όσους είχαμε το προνόμιο να τον γνωρίζουμε προσωπικά. Γιατί υπήρξε υπόδειγμα δικαστικού λειτουργού, συνειδητού ενεργού πολίτη, αλλά και πολύτιμου φίλου.
Υπηρέτησε το Συμβούλιο της Επικρατείας επί τέσσερις δεκαετίες, φτάνοντας μέχρι τη θέση του προέδρου του. Ως διευθυντής της Εθνικής Σχολής Δικαστών διέπλασσε δεκάδες άξιους λειτουργούς της Δικαιοσύνης. Και από τη θέση του επικεφαλής στο «Ίδρυμα Διοικητικού Δικαίου Μιχαήλ Στασινόπουλου», συνέβαλε όσο λίγοι στην προαγωγή της επιστημονικής έρευνας.
Ο Γεώργιος Παναγιωτόπουλος δεν ήταν μόνο ένας λαμπρός νομικός και ακέραιος δικαστής. Αλλά και ένας ζεστός άνθρωπος που είχα την τύχη να με τιμά με τη φιλία του. Με το βάθος της σκέψης και την ευρυμάθειά του να πρωταγωνιστούν πάντα στις κατά καιρούς συζητήσεις μας.
Στην σύζυγό του Κέλλυ Μπουρδάρα και στους οικείους του απευθύνω τα πιο θερμά μου συλλυπητήρια» αναφέρει στη δήλωσή του ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο Γεώργιος Παναγιωτόπουλος έφυγε σήμερα Παρασκευή (31/7) από την ζωή, σε ηλικία 76 ετών, έπειτα από μακροχρόνια μάχη με τον καρκίνο.
Ο πατέρας του, Χαράλαμπος Παναγιωτόπουλος, ήταν σύμβουλος στο Συμβούλιο Επικρατείας και είχε διατελέσει υπουργός. Η μητέρα του Αντιγόνη ήταν κόρη του βουλευτή Πειραιώς Ιωάννη Παπαδόπουλου.
Ο Γιώργος Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1944. Δίδαξε το 1969 στην έδρα του Διοικητικού Δικαίου στην Π.Α.Σ.Π.Ε. (ήδη Πάντειο Πανεπιστήμιο) και είχε κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στις Βρυξέλλες σχετικά με το Δίκαιο του Περιβάλλοντος. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας εισήλθε έπειτα από διαγωνισμό το έτος 1970. Προήχθη σε πάρεδρο το 1977, σε σύμβουλο Επικρατείας το έτος 1989 και σε αντιπρόεδρο το 2004. Το έτος 2005 προήχθη σε πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τον Ιούνιο του 2009. Από την θέση του προέδρου του ΣτΕ απεχώρησε λόγω συμπλήρωσης του ανωτάτου επιτρεπομένου ορίου, που είναι η τετραετία. Διετέλεσε, επίσης, μέλος του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, του Εκλογοδικείου, του Μισθοδικείου και του Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας.
Την περίοδο 2004 – 2005 διετέλεσε γενικός διευθυντής της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών. Το 2006 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Γενικού Δικαίου του Παντείου Πανεπιστημίου και το έτος 2009 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.
Επί σειρά ετών διετέλεσε πρόεδρος του Ιδρύματος Διοικητικού Δικαίου Μιχ. Στασινόπουλου και αντιπρόεδρος της Εταιρείας Διοικητικών Μελετών, ενώ διετέλεσε και μέλος Διοικητικών Συμβουλίων νομικών Ενώσεων και Ιδρυμάτων. Συμμετείχε σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, μεταξύ των οποίων είναι εκείνη για την αναθεώρηση και συμπλήρωση του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
Ήταν παντρεμένος με την καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην βουλευτή και αντιδήμαρχο του Δήμου Αθηναίων Κέλλυ (Καλλιόπη) Μπουρδάρα.