Γράφει ο Νίκος Χιδίρογλου
Η κριτική που ασκείται από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη ΝΔ είναι ακραία και μηδενιστική. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι είναι μια κακή απομίμηση του «σκληρού ροκ» άλλων εποχών. Αριστερίστικα τσιτάτα και λαϊκιστικές κορόνες συνθέτουν έναν λόγο διόλου ελκυστικό για τους μετριοπαθείς πολίτες που, μετά και τις εμπειρίες του παρελθόντος, αποφασίζουν ενώπιον της κάλπης με ορθολογιστικά κριτήρια. Ο λαϊκισμός και ο ριζοσπαστισμός δεν έλυσαν τα προβλήματα στο παρελθόν. Αντίθετα, τα όξυναν και δημιούργησαν σωρεία αδιεξόδων. Το ίδιο ισχύει και για τη λήθη, που στο παρελθόν και σε πολλές περιπτώσεις άνοιξε τον δρόμο για λάθος επιλογές. Στην Κουμουνδούρου τείνουν συνεχώς να ξεχνούν τι έλεγαν στο παρελθόν. Για κακή τους τύχη, τα γραπτά μένουν και οι πολίτες θυμούνται. Πώς μιλούν λοιπόν οι ΣΥΡΙΖΑίοι για «αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών», όταν λίγα χρόνια πριν στηλίτευαν τον «τεχνοφασισμό»; Ακούμε για «ξεπούλημα των δημόσιων περιουσιακών στοιχείων». Ποιος όμως συναίνεσε στη δημιουργία του Υπερταμείου;
Η απομίμηση λοιπόν πολιτικών άλλων εποχών δεν πιάνει. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε για άλλη μια φορά να πρωτοτυπήσει, να δημιουργήσει ένα πολιτισμένο πλαίσιο επικοινωνίας και διαλόγου με τους Ελληνες πολίτες. Επιμένει σε μισαλλόδοξο λόγο και ξεπερασμένες μαρξιστογενείς τακτικές, που έχουν απήχηση μόνο σε ισχνές μειοψηφίες και περιθωριακές ομάδες. Κινδυνολογεί ασύστολα και αδυνατεί χαρακτηριστικά να ασκήσει συγκροτημένη και εποικοδομητική κριτική στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και να συμβάλει με προτάσεις στη δημιουργία ενός νέου πλαισίου διαλόγου για το αύριο της πατρίδας. Οι συνεχείς απόπειρες όμως δημιουργίας έντασης δεν επιλύουν προβλήματα και δεν ελκύουν πλέον κανέναν. Βέβαια, κατ’ αυτόν τον τρόπο η Κουμουνδούρου θεωρεί πως κρατά συσπειρωμένη τη βάση της, αλλά την ίδια ώρα εξανεμίζει κάθε πιθανότητα να πάρει ο πολύς κόσμος στα σοβαρά τον ΣΥΡΙΖΑ.
Σε ένα περιβάλλον ασύμμετρο, αυτό που μετράει στη συνείδηση του πολίτη είναι η διαχειριστική ικανότητα και η γενικότερη σοβαρότητα που εκπέμπεται από τους πολιτικούς χώρους. Δεδομένων των παραπάνω, λογικό είναι η ΝΔ να μην απειλείται δημοσκοπικά και παράλληλα να διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας “Τo Μanifesto”