Για πρώτη φορά στην Ελλάδα ένας Βραζιλιάνος χορογράφος που ωθεί το χιπ χοπ πέρα από τα όριά του και το τοποθετεί μέσα στις μεγάλες σκηνές του χορού ανά την υφήλιο. Από το Νιτερόι, στο νοτιοανατολικό άκρο του Ρίο ντε Τζανέιρο, στην Αθήνα και στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση στις 29 και 30 Απριλίου, η ομάδα χορού Grupo de Rua του Bruno Beltrão προσπαθεί να κατανοήσει τον βίαιο κόσμο που την περιβάλλει και να μεταδώσει το σύνθημά της. Οι χορευτές απαντούν μέσα από την τέχνη τους στην κυβέρνηση Μπολσονάρο και στις πρακτικές καταστολής της.
Ανανεωτής της σκηνής του χιπ χοπ με παγκόσμια αναγνώριση, ο Beltrão αφουγκράζεται τους έντονους κραδασμούς στην πολιτική ζωή της πατρίδας του και τους μεταφράζει σε οριακό σωματικό παλμό. Εμπλουτίζοντας τη διαλεκτική του urban dance με τις αρχές του σύγχρονου χορού, παραδίδει έργα υψηλής ενέργειας και χορευτικής δεξιοτεχνίας, ικανά να τον χαρακτηρίσουν ως William Forsythe του χιπ χοπ. Σύμφωνα με τη γαλλική εφημερίδα “Liberation”, ο Bruno Beltrão «αποδεικνύει πως μπορεί να επανεκκινήσει τον κόσμο και τη γλώσσα του χιπ χοπ με κάθε δημιουργία του».
H διαδρομή του Bruno Beltrão στον χορό ξεκίνησε σε ηλικία 12 ετών. Έφηβος, άρχισε να ακολουθεί τους φίλους του σε ένα χορευτικό κλαμπ όπου βασίλευε η μουσική του MC Hammer και του Sir Mix-a-Lot. Μαζί με τον Rodrigo Bernardi εντρύφησαν στο χιπ χοπ και ξεκίνησαν να παραδίδουν μαθήματα σε συνομηλίκους τους. Όταν, το 1996, ίδρυσαν την ομάδα Grupo de Rua, ο Bruno Beltrão ήταν μόλις 16 ετών. Τα πρώτα δύο χρόνια το Grupo de Rua ήταν αφιερωμένο στον διαγωνιστικό χορό και εμφανιζόταν σε φεστιβάλ και στην τηλεόραση.
Το 2000 ξεκίνησε να φοιτά στην Ακαδημία Χορού του Ρίο ντε Τζανέιρο. Παράλληλα, σπούδαζε Ιστορία της Τέχνης και Φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της πόλης. Έναν χρόνο αργότερα, έκανε το επίσημο χορευτικό του ντεμπούτο με το “From Popping to Pop”, σε τοπικό φεστιβάλ της Κοπακαμπάνα. Αυτή η παράσταση σηματοδότησε επίσης μια καμπή στην καριέρα ενός χορογράφου που άρχισε να αναπτύσσει ένα προσωπικό όραμα για τον χορό που επιτελούσε.
Το 2001 δημιούργησε το έργο «Me and my choreographer in 63» με τον χορευτή Eduardo Hermanson. Στο τέλος του ίδιου έτους ο Rodrigo Bernardi άφησε το Grupo de Rua και ο Beltrão ανέλαβε τη διεύθυνσή του. Από τότε έχει χορογραφήσει τα έργα “Too Legit to Quit” (2002), “Telesquat” (2003), “H2” (2005), “H3” (2008), “CRACKZ” (2013) και “Inoah” (2017).
Έχει βραβευτεί δύο φορές από τον κορυφαίο θεσμό χορού της Νέας Υόρκης, τα Bessie Awards: το 2010 για το έργο “Η3”, και πιο πρόσφατα, το 2020, για τη χορογραφία του “Inoah”.
Εισιτήρια: από 5 έως 36 ευρώ.