Τριάντα χρόνια πέρασαν από την εποχή εκείνη που ο τότε πρωθυπουργός της χώρας παραπέμφθηκε στο ειδικό δικαστήριο, παρά τη σύσταση του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τη χαρακτηριστική φράση «οι πρωθυπουργοί δεν πηγαίνουν φυλακή, οι πρωθυπουργοί πηγαίνουν σπίτι τους».
Σήμερα λοιπόν, για την σκευωρία της Novartis, η σύσταση αυτή έγινε σεβαστή από την παρούσα κυβέρνηση με τριάντα χρόνια καθυστέρηση. Είναι οι πρωθυπουργοί όμως υπεράνω του νόμου;
Το ερώτημα ρητορικό, και η απάντηση είναι ασφαλώς όχι, αν μιλάμε για κράτος δικαίου του λεγόμενου δυτικού κόσμου. Αναρωτιέται κανείς τότε, για ποιο λόγο ένας πρώην πρωθυπουργός (βλ. Τσίπρας) να απολαύει αυτής της ιδιότυπης ασυλίας, ειδικά μάλιστα όταν κατά το πρόσφατο παρελθόν έχουν βρεθεί απολογούμενοι για την ίδια υπόθεση διατελέσαντες πρόεδροι του ΣτΕ και μετέπειτα υπηρεσιακοί πρωθυπουργοί τριάντα μόλις ημερών, που καταφανώς δε είχαν καμιά εμπλοκή με την υπόθεσή αυτή;
Η απάντηση δυστυχώς βρίσκεται, όχι στην ουσία της υπόθεσης ή στην διερεύνηση των πραγματικών περιστατικών, δηλαδή της διαπίστωσης ή μη περί του γεγονότος αν ο πρώην πρωθυπουργός γνώριζε και ενέκρινε τους χειρισμούς του ελεγχόμενου πλέον, υπουργού του, αλλά στο επικοινωνιακό αποτέλεσμα της ενδεχόμενης παραπομπής του.
Ο Κυριάκος Μητοστάκης ενήργησε θεσμικά ορθά και πολιτικά συνετά. Τυχόν παραπομπή θα συσπείρωνε το αντίπαλο κόμμα και τους οπαδούς του γύρω από τον βαλλόμενο αρχηγό του, ενώ στην κοινή γνώμη θα εδραιωνόταν η αντίληψη ότι πρόκειται απλά για μια κίνηση καθαρού ρεβανσισμού, ασχέτως αν υπάρχουν στοιχεία που να τεκμηριώνουν την παραπομπή αυτή.
Η απόφαση λοιπόν περί μη παραπομπής του πρώην πρωθυπουργού, υπαγορεύτηκε από πολιτικούς και θεσμικούς λόγους.
Μέχρι δυστυχώς να μάθει ο κόσμος να σχηματίζει άποψη βασιζόμενος σε σωστή ενημέρωση και αξιολόγηση των στοιχείων, όπως κάνει άλλωστε στην καθημερινότητά του ο καθένας μας κατά την άσκηση του επαγγέλματός του, το θυμικό και το συναίσθημα εν είδει παρωπίδας, θα είναι εκείνα που θα περιορίζουν όχι μόνο τους ίδιους, αλλά και τους πολιτικούς που είναι αναγκασμένοι να πάρουν τις σχετικές αποφάσεις.
Το πρόσφατο γεγονός όμως, της διαφυγής των προστατευόμενων μαρτύρων προκειμένου να αποφύγουν να καταθέσουν στη επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης, αλλά και η παρέμβαση υψηλόβαθμων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ προς τη Δικαιοσύνη προκειμένου να μην αποκαλυφθεί η ταυτότητά τους, εγείρουν εκ νέου το ζήτημα της ενδεχόμενης εμπλοκής του πρώην πρωθυπουργού στην υπόθεση. Και αυτό γιατί αν από τυχόν κατάθεσή τους αποδειχθεί η άμεση εμπλοκή τους, παύουν αυτομάτως να ισχύουν οι λόγοι του καθεστώτος προστασίας τους αφού, ως άμεσα εμπλεκόμενοι θα έχουν πλέον ισχυρό κίνητρο να καταθέσουν το οτιδήποτε προκειμένου να διασώσουν τους εαυτούς τους. Δεδομένου ότι, όπως έχει ήδη ειπωθεί σε ανύποπτο χρόνο από πρώην υπουργό του ΣΥΡΙΖΑ, «οι μάρτυρες είναι στελέχη της εταιρείας που τους έπιασαν για παράνομο πλουτισμό και «κελάηδησαν», εύλογα τίθεται το ερώτημα σχετικά με το τι αντάλλαγμα πήραν και από ποιον προκειμένου να καταθέσουν εναντίον εν ενεργεία βουλευτών και υπουργών αντιπάλων κομμάτων. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα πρέπει να αναζητηθεί η αλυσίδα των ευθυνών όσο ψηλά και αν φτάνει, αφήνοντας πλέον κατά μέρος το δόγμα περί ασυλίας πρώην πρωθυπουργών.
Σωτήρης Μηλιώνης
Πολιτικός αναλυτής