«Ο Σακχαρώδης Διαβήτης είναι μια μεταβολική ασθένεια η οποία επηρεάζει κυρίως τους ενήλικες, σε ποσοστό περίπου 90% αλλά και νεαρά παιδιά, σε ποσοστό περίπου 10%. Κύριος προδιαθεσικός παράγοντας για τον Σακχαρώδη Διαβήτη των ενηλίκων (Διαβήτης τύπου 2, ΣΔ2) είναι η παχυσαρκία και κυρίως η κεντρική παχυσαρκία, δηλαδή η εναπόθεση του λίπους στην κοιλιά. Τα τελευταία χρόνια η εμφάνιση του Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 (ΣΔ2) γίνεται συχνά και σε μικρότερη ηλικία». Αυτά τονίζει στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Θανάσης Τζιαμούρτας, Καθηγητής ΤΕΦΑΑ, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και Πρόεδρος Τμήματος Διαιτολογίας και Διατροφολογίας, του ίδιου Πανεπιστημίου.
Αυτό είναι, όπως ο ίδιος εξηγεί, στο πλαίσιο ερευνών, απόρροια της αυξημένης παχυσαρκίας που παρατηρείται στα παιδιά και στους εφήβους καθώς επίσης και στην έλλειψη της σωματικής δραστηριότητας. Και προσθέτει:
«Το 2019, περίπου 463 εκατομμύρια ενήλικες (20-79 ετών) παγκοσμίως ζούσαν με διαβήτη, ενώ η πρόβλεψη είναι πως το 2045 ο αριθμός θα εκτοξευθεί στα 700 εκατομμύρια. Ο ΣΔ2 είναι μια κληρονομική ασθένεια αφού το 90% των παιδιών και των εφήβων που πάσχουν από την ασθένεια έχουν πρώτου ή δευτέρου βαθμού συγγένεια με ένα άλλο άτομο που πάσχει από ΣΔ2. Το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο παίζει κι αυτό σημαντικό ρόλο αφού πολύ μεγάλο ποσοστό των παιδιών που πάσχουν από ΣΔ2 ανήκουν σε ομάδες που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας».
Η αύξηση της παχυσαρκίας, σύμφωνα με δεδομένα που προέρχονται από το Εργαστήριο Βιοχημείας, Φυσιολογίας και Διατροφής της Άσκησης (SmArTLab), του ΤΕΦΑΑ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, συνδέεται, επισημαίνει ο κ. Τζιαμούρτας, με διαταραγμένη έκκριση ορισμένων ουσιών (κυτοκινών), που επηρεάζουν τον τρόπο που μεταβολίζεται το σάκχαρο. Βρέθηκε, σύμφωνα με τον ίδιο, ότι τα παχύσαρκα παιδιά, ηλικίας περίπου 12 ετών, είχαν χαμηλότερα επίπεδα μιας κυτοκίνης, της αντιπονεκτίνης, και αυξημένα επίπεδα μιας άλλης κυτοκίνης, της βισφατίνης, σε σχέση με τα παιδιάφυσιολογικού βάρους. Η μεταβολή αυτή των κυτοκινών στα παχύσαρκα παιδιά είναι παρόμοια με αυτή που εμφανίζεται σε ενήλικα άτομα, που παρουσιάζουν αντίσταση στην ινσουλίνη και προδιάθεση για εμφάνιση ΣΔ2. Παράλληλα, τα παχύσαρκα παιδιά είχαν και αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης, μιας ορμόνης που ρυθμίζει τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα. Αυτό κατά τη γνώμη μας, διαπιστώνει ο ερευνητής, συνδέει κατά ένα μέρος τη διαταραχή του μεταβολισμού του λίπους, αφού οι κυτοκίνες εκκρίνονται από το λίπος, και του σακχάρου, που συνδέεται με την ινσουλίνη.
Εκτός ωστόσο των μεταβολικών παραγόντων, υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που συντελούν ώστε να εμφανιστεί ο ΣΔ2 σε παιδιά και εφήβους, σύμφωνα με το Εργαστήριο Βιοχημείας, Φυσιολογίας και Διατροφής της Άσκησης (SmArTLab), του ΤΕΦΑΑ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Η διατροφή παίζει σημαντικό ρόλο και ειδικότερα η μεγάλη κατανάλωση αναψυκτικών με ζάχαρη συνδέεται με την παχυσαρκία και το ΣΔ2. Επιπρόσθετα, ο αυξημένος χρόνος παρακολούθησης τηλεόρασης και χρήσης ηλεκτρονικών μέσων αυξάνει την αντίσταση της δράσης της ινσουλίνης και της παχυσαρκίας και επομένως αποτελεί προδιαθεσικό παράγοντα για τον ΣΔ2. Πρέπει, εκτιμά ο κ. Τζιαμούρτας, να συστήνεται ο χρόνος παρακολούθησης της τηλεόρασης και των ηλεκτρονικών μέσων να μην υπερβαίνει τις δύο ώρες ημερησίως. Επιπρόσθετα, η ποσότητα και η ποιότητα του ύπνου φαίνεται να συνδέεται με το ΣΔ2 στα παιδιά και εφήβους. Τέλος, υπάρχουν δεδομένα τα οποία δείχνουν ότι η συστηματική σωματική άσκηση βελτιώνει τον γλυκαιμικό έλεγχο, όπως αποτυπώνεται με τα επίπεδα της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαίρνης, σε εφήβους με ΣΔ2. Πρέπει επομένως τα παιδιά να ακολουθούν τις οδηγίες διεθνών οργανισμών και να συμμετέχουν για τουλάχιστον 60 λεπτά σε μέτρια έως υψηλής έντασης σωματική δραστηριότητα.
Και καταλήγει τονίζοντας:
«Υπάρχουν δεδομένα που υποδεικνύουν ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα τα παχύσαρκα παιδιά να παραμείνουν παχύσαρκα και κατά την ενηλικίωση. Πρέπει να επενδύσουμε χρόνο για να μπορέσουμε να αποτρέψουμε την εμφάνιση της παχυσαρκίας στην παιδική ηλικία έτσι ώστε να μπορέσουν να διάγουν μια ποιοτικότερη ζωή κατά τη διάρκεια της ενηλικίωσης. Οι διατροφικές συνήθειες και η ενασχόληση με την άσκηση ξεκινούν από τη μικρή ηλικία και απώτερος σκοπός πρέπει να είναι η δημιουργία ενσυνείδητων ενηλίκων με σωστές διατροφικές πρακτικές και με αυξημένη συμμετοχή σε σωματικές δραστηριότητες».