Το γκάλοπ της Marc απέδειξε ότι η επικοινωνιακή αντεπίθεση εκ μέρους της ηγεσίας της ΝΔ απέδωσε καρπούς. Το δημοσκοπικό προβάδισμα των «γαλάζιων» (10,3%) ανεβαίνει και πάλι σε επίπεδα υψηλότερα από τη διαφορά των εκλογών του Ιουλίου 2019 (8,32%). Το διαρκές άνοιγμα στο κέντρο είναι προφανές ότι εξελίσσεται σε ένα διαχρονικά πετυχημένο πρότζεκτ για το κυβερνών κόμμα. Ο κόσμος στην Ελλάδα έχει κουραστεί από την πόλωση και τις ακρότητες και εξοργίζεται από τη διασάλευση της δημόσιας τάξης, ενώ απορρίπτει τον ιδεολογικοπολιτικό τυχοδιωκτισμό, τις ανίερες συμμαχίες, τον λαϊκισμό και τον ριζοσπαστισμό.
Είναι πραγματικά αξιοσημείωτη η αντοχή της εικόνας του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης, σχεδόν τρία χρόνια μετά τις εθνικές εκλογές του 2019. Παρά τις απανωτές κρίσεις και παρά τη διαμόρφωση σε διεθνές επίπεδο ενός δυστοπικού γεωπολιτικού και γεωοικονομικού περιβάλλοντος που «οροθετεί» κατά πολύ την πολιτική όλων των κυβερνήσεων της γηραιάς ηπείρου, ο κόσμος αναγνωρίζει την προσπάθεια που καταβάλλεται από τη ΝΔ. Αναγνωρίζει επίσης τη διαχειριστική επάρκεια που επιδεικνύεται, την ψηφιοποίηση σε όλα τα επίπεδα, την έμφαση στις δημόσιες επενδύσεις και γενικότερα τη μεταρρυθμιστική και αναπτυξιακή προσπάθεια.
Είναι παραπάνω από προφανές ότι μετά και τα όσα βιώσαμε την περίοδο 2015 – 2019, ο μέσος πολίτης δεν είναι διατεθειμένος να ρισκάρει στην κάλπη και δίνει ευρύ χρονικό περιθώριο στην κυβέρνηση. Οι ψηφοφόροι θα κρίνουν τη ΝΔ για το συνολικό έργο της στο τέλος της τετραετίας. Αυτή είναι η διαφαινόμενη πρόθεσή τους. Οπως είναι σήμερα τα πράγματα, ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αδυνατεί να αναπτύξει δυναμική, δεν έχει να ελπίζει σε κάτι. Η δε εμμονή του σε θέσεις που τον φέρνουν αντιμέτωπο με την κοινωνία (βλ. επεισόδια στο ΑΠΘ), τον καθηλώνει σε χαμηλά ποσοστά. Η ΝΔ επιδιώκει ανάπτυξη και κοινωνική ειρήνη και επενδύει στην πολιτική μετριοπάθεια. Ο ΣΥΡΙΖΑ επενδύει στη ριζοσπαστικοποίηση και στα μπάχαλα, εξακολουθώντας να αλιεύει ψηφοφόρους σε θολά νερά.