Στις 10 Ιανουαρίου συμπληρώνονται εννέα χρόνια από την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στη θέση του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας και από τα τέλη εκείνου του μήνα ξεκίνησε μια ανοδική πορεία που δεν έχει διακοπεί μέχρι σήμερα και έχει μετατραπεί σε πολιτικό case study δημοσκοπικής κυριαρχίας.
Η εκλογή του στη θέση του προέδρου του κόμματος έδωσε και το έναυσμα της πορείας που ακολουθείται μέχρι σήμερα. Αρκεί να σημειωθεί ότι το πρώτο εξάμηνο του 2016 τόσο η ΝΔ όσο και ο ίδιος –στο θέμα της καταλληλότητας για πρωθυπουργός– άρχισαν να καταγράφουν ποσοστά που επιβεβαιώθηκαν με τη νίκη στις ευρωεκλογές και στις εθνικές εκλογές του 2019.
Η αντιμετώπιση διαρκών διεθνούς επιπέδου κρίσεων, όπως αυτή του 2020 στον Εβρο, επέτρεψαν στον Κυριάκο Μητσοτάκη να χτίσει σχέση εμπιστοσύνης με τους πολίτες, που αποτυπώνεται στη φράση «το είπαμε, το κάναμε».
Άλλωστε, φρόντισε εξαρχής να υλοποιήσει σειρά μεταρρυθμίσεων και εξαγγελιών με χαρακτηριστικότερη ίσως τη μείωση των φόρων που επιβλήθηκαν την περίοδο ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και προκάλεσαν τεράστια αφαίμαξη στη μεσαία τάξη και στις ευάλωτες ομάδες. Η πρόθεσή του να επιστρέψει στους πολίτες αυτά που χάθηκαν υλοποιείται βήμα-βήμα, με γνώμονα πάντα τη δημοσιονομική σταθερότητα.
Το 2023 απέφυγε επιμελώς να μοιράσει χρήματα και υποσχέσεις, δεσμεύθηκε μόνο για όσα θεωρούσε εφικτά, όμως φρόντιζε να προχωρά και σε επιπλέον παρεμβάσεις όταν υπήρχε δημοσιονομικός χώρας διατηρώντας και την κοινωνική συνοχή.
Και είναι αυτή ακριβώς η στάση που καθιστά τον πρωθυπουργό αποδεκτό και σε ψηφοφόρους άλλων κομμάτων, ειδικά στο κομμάτι του ΠΑΣΟΚ που τάσσεται κατά του λαϊκισμού και της τοξικότητας που προέρχονται από τ’ αριστερά.
Δεν είναι τυχαίο πως, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση της GPO για τον ραδιοφωνικό σταθμό «Παραπολιτικά», το 68,4% επιθυμεί να ολοκληρωθεί η κυβερνητική θητεία και να διατηρηθεί η σταθερότητα.