Έκθεση που δημοσιεύτηκε από το Ίδρυμα Πολιτικών, Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών (SETA), το χρηματοδοτούμενο από την κυβέρνηση think tank του κυβερνώντος κόμματος της Τουρκίας, αναφέρει ότι η διπλωματική και στρατιωτική ισορροπία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έχει «γείρει» εις βάρος της δεύτερης και ότι θα ήταν καλύτερο για την Άγκυρα να εγκαταλείψει την αγορά δεύτερης παρτίδας πυραύλων S-400 από τη Ρωσία, προκειμένου να επιτύχει ισορροπία στις διμερείς σχέσεις.
Η έκθεση, όπως αναφέρει το «Nordic Monitor» και αναδημοσιεύει το «in.gr»- η οποία αναφέρει επίσης ότι η SETA έχει παραιτηθεί από τις προηγούμενες λαϊκιστικές απόψεις της, αποτελεί έμμεση παραδοχή των λαθών που έκανε η κυβέρνηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στις επιλογές της στην εξωτερική πολιτική.
Με τίτλο «SETA Security Radar-Turkey’s Geopolitical Landscape in 2022», η έκθεση περιέχει προσδοκίες και προβλέψεις για το 2022 στην τουρκική εξωτερική και αμυντική πολιτική, καλύπτοντας εκτενώς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και βλέποντας την Ελλάδα ως την πέμπτη μεγαλύτερη απειλή για την Τουρκία.
Σύμφωνα με ειδικούς της SETA, η Ελλάδα έχει βρει πρόσφορο έδαφος για διπλωματία και τα αντιτουρκικά λόμπι στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ενισχυθεί ως αποτέλεσμα των κυρώσεων που επιβλήθηκαν από τις ΗΠΑ στην Άγκυρα λόγω των πυραύλων S-400 που αγόρασε η Τουρκία από τη Ρωσία το 2017.
Η έκθεση αναφέρει, επίσης, ότι η απομάκρυνση της Τουρκίας από το πρόγραμμα F-35 Joint Strike Fighter, η αβεβαιότητα γύρω από την αγορά νέων μαχητικών αεροσκαφών F-16 Block 70/72 και η αδυναμία εκσυγχρονισμού του γηρασμένου στόλου των F-16 έχουν φέρει σε θέση ισχύος την Ελλάδα, η οποία έχει επενδύσει πολλά στην αεροπορία της για να αποκτήσει αεροπορική υπεροχή.
«Η Ελλάδα εφαρμόζει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα στρατιωτικού εκσυγχρονισμού, αγοράζοντας 24 γαλλικά προηγμένα μαχητικά Rafale. Ενώ τα γαλλικά Rafales είναι τεχνολογικά ανώτερα ακόμη και από εκσυγχρονισμένα F-16, η πιθανή παράδοση F-35 στην Ελλάδα θα δημιουργήσει σημαντικό χάσμα δυνατοτήτων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας όσον αφορά την αεροπορική δύναμη, ευνοώντας την πρώτη. Λαμβάνοντας υπόψη τις επενδύσεις της Ελλάδας στην αεροπορία της […], ο εκσυγχρονισμός της αεροπορίας έχει αναδειχθεί ως σημαντική επιχειρησιακή ανάγκη για την Τουρκία» αναφέρει η έκθεση.
Ομοίως, ο Mesut Hakkı Caşın, σύμβουλος του τούρκου προέδρου για την ασφάλεια και την εξωτερική πολιτική, παραδέχτηκε τον Δεκέμβριο ότι η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας έχει αλλάξει μετά την παροχή δυτικής στρατιωτικής βοήθειας στην Αθήνα, προσθέτοντας ότι το έργο του τουρκικού στρατού έχει γίνει πιο δύσκολο.
Επιθετική εξωτερική πολιτική
Υποστηρίζοντας ότι η Ελλάδα ασκεί μια ολοένα πιο επιθετική εξωτερική πολιτική με τη βοήθεια της αεροπορικής της υπεροχής στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, η έκθεση αναφέρει ότι η Τουρκία πρέπει να εξισορροπήσει εκ νέου την αεροπορική της δύναμη, συνιστώντας την αγορά νέων μαχητικών αεροσκαφών F-16, δεδομένου ότι είναι είναι απίθανο να συμπεριληφθεί ξανά στο πρόγραμμα F-35 προς το παρόν.
«Η κάλυψη των ολοένα και πιο απαραίτητων αναγκών της τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα και -όπως δείχνει η δεκαετής στρατιωτική εμπειρία- η παραλαβή του τελευταίου μοντέλου F-16 θα ήταν ο καλύτερος τρόπος για την επίτευξη αυτού του στόχου για την Τουρκία» αναφέρει.
Ωστόσο, δεν φαίνεται να είναι εύκολο για την Τουρκία να αγοράσει νέα αεροσκάφη F-16. Η Τουρκία βρίσκεται επί του παρόντος σε συνομιλίες με τις ΗΠΑ για την αγορά 40 μαχητικών αεροσκαφών Lockheed Martin F-16 και σχεδόν 80 κιτ εκσυγχρονισμού για την αναβάθμιση του στόλου της. Είναι άγνωστο εάν το αμερικανικό Κογκρέσο θα εγκρίνει το αίτημα της Τουρκίας, δεδομένης της οργής προς τον Ερντογάν για πολλά ζητήματα.
Η Τουρκία θα πρέπει να εγκαταλείψει τους πυραύλους S-400 και να μην αγοράσει δεύτερη παρτίδα, κάτι που θα ήταν ένα πρώτο βήμα για να κάμψει την αντίσταση της αμερικανικής κυβέρνησης και του Κογκρέσου. Αν και η έκθεση δεν το αναφέρει ρητά, πιθανότατα για να μην εξοργίσει την τουρκική κυβέρνηση, τονίζει εμμέσως ότι αυτές οι προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται.
Η έκθεση αξιολογεί, επίσης, ως χαμηλή την πιθανότητα η Τουρκία να αγοράσει δεύτερη παρτίδα πυραύλων S-400, προβλέποντας ότι η Ρωσία θα ασκήσει πίεση στην Τουρκία.
Οι ειδικοί της SETA υποστηρίζουν ότι, εάν η Τουρκία στραφεί στο γαλλο-ιταλικό σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας ASTER 30 και εγκαταλείψει τους S-400, θα μπορούσε να αλλάξει σημαντικά τα δεδομένα, προσθέτοντας ότι η τριμερής συνεργασία μεταξύ Γαλλίας, Ιταλίας και Τουρκίας στον αμυντικό τομέα χρονολογείται από το 2017, όταν η Τουρκία υπέγραψε δήλωση προθέσεων με τις δύο χώρες για την κοινή παραγωγή συστημάτων αεράμυνας και πυραυλικής άμυνας. Ωστόσο, η διαδικασία σταμάτησε λόγω της πολιτικής στάσης της Γαλλίας και της Ιταλίας έναντι της Τουρκίας υπό το φως των εξελίξεων στη Λιβύη, τη Συρία, την Ανατολική Μεσόγειο και το Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
«[…] Η τριμερής αμυντική συνεργασία θα ενίσχυε εκ νέου τις πολιτικές σχέσεις της Τουρκίας με τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. Δεδομένου ότι, από τη μία πλευρά, η Τουρκία επιθυμεί να ενισχύσει το σύστημα πυραυλικής άμυνας της. Από την άλλη, η πιθανή τριμερής συνεργασία φαίνεται να είναι μια καλή ευκαιρία για τα μέρη να εξομαλύνουν (σ.σ. Τουρκία, Γαλλία και Ιταλία) ακόμη περισσότερο τις σχέσεις τους» σύμφωνα με την έκθεση.
Στροφή 180 μοιρών;
Η ανάλυση στην έκθεση της SETA ότι η αγορά πυραύλων S-400 δεν είναι προς το συμφέρον της Τουρκίας δείχνει, επίσης, μια ενδιαφέρουσα ανατροπή. Το 2019, ο γενικός συντονιστής της SETA, Burhanettin Duran, φανατικός υποστηρικτής της κυβέρνησης, επεσήμανε ότι το έργο S-400 ήταν θέμα εθνικής ασφάλειας για την Τουρκία, επικρίνοντας δριμύτατα τους αντιπάλους της. Σύμφωνα με τον Duran, η αγορά του αμυντικού συστήματος S-400 θα ενίσχυε τη θέση της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, εξ ου και κάλεσε τα κόμματα της αντιπολίτευσης να στηρίξουν το έργο.
Φαίνεται ότι ακόμη και η SETA, το εργαλείο προπαγάνδας της κυβέρνησης Ερντογάν, πιστεύει ότι η επιλογή του Ερντογάν είναι λάθος αυτή τη στιγμή.