Στη Θεσσαλονίκη, την περασμένη Πέμπτη, οι διοργανωτές του συλλαλητηρίου για το δυστύχημα στα Τέμπη δήλωσαν δυσαρεστημένοι, καθώς, όπως είπαν, η προσέλευση του κόσμου ήταν μικρότερη από ό,τι περίμεναν για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα. Το αβίαστο ερώτημα που προκύπτει εδώ, ωστόσο, δεν είναι η προσέλευση, αλλά από πού αντλούν οι διοργανωτές το δικαίωμα να αισθάνονται δυσαρεστημένοι…
Για να είμαστε ακριβέστεροι, το ουσιαστικό ερώτημα είναι τα αίτια της τραγωδίας στα Τέμπη, ώστε να καταλάβουμε για ποιο πράγμα πρέπει να διαμαρτυρηθούμε, αλλά προφανώς τα συνδικάτα που διοργάνωσαν το συλλαλητήριο θεωρούν ότι αυτό το έχουν απαντήσει και τώρα αξιώνουν από την κοινωνία να κατεβαίνει μία φορά την εβδομάδα στο κέντρο και να φωνάζει τα συνθήματά τους.
Για να μην παρεξηγηθούμε, τα συνδικάτα έχουν το δικαίωμα να ερμηνεύσουν τα αίτια της τραγωδίας με όποιο τρόπο θέλουν. Σε αυτό το πλαίσιο, το να λένε ότι για τους νεκρούς φταίει ο καπιταλισμός ή η κυβέρνηση και να κάνουν συλλαλητήριο για αυτό, είναι ένα πράγμα, όμως το να θέλουν να μας κάνουν να νιώθουμε ενοχές που δεν συμμετείχαμε, είναι κάτι εντελώς άλλο. Τούτων δοθέντων, αντί να δηλώνουν δυσαρέσκεια, ίσως θα έπρεπε να αναρωτηθούν γιατί ο κόσμος δεν ήταν τόσο πολύς όσο περίμεναν.
Μία αιτία είναι, σίγουρα, ότι οι πορείες και οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας στην Ελλάδα είναι ένα χαρτί που έχει καεί προ πολλού. Όταν οι επαγγελματικοί κλάδοι βγαίνουν στο δρόμο για ψύλλου πήδημα, δεν νομιμοποιούνται να περιμένουν ισχυρή ανταπόκριση ακόμα κι αν οι λόγοι της κινητοποίησης κάποιες φορές είναι σοβαρότεροι. Το δυστύχημα στα Τέμπη είναι ένας σοβαρός λόγος, αλλά οι πιο πολλοί κατέβηκαν στις διαμαρτυρίες της προηγούμενης εβδομάδας, που ήταν και πιο πρόσφατο το συμβάν, και προφανώς δεν κρίνουν σκόπιμο να κατέβουν ξανά και να ακούνε πάλι τι ζητάει το τάδε σωματείο και τι η δείνα ομοσπονδία από την κυβέρνηση. Πιθανότατα δεν τους εκπροσωπούν όλοι αυτοί…
Αυτό το τελευταίο είναι η άλλη αιτία… Ο κόσμος πενθεί και είναι οργισμένος για ένα πολύνεκρο δυστύχημα και τα επαγγελματικά σωματεία φαίνεται ότι προσπαθούν να εκμεταλλευτούν πολιτικά την κατάσταση, ώστε να περάσει το καθένα τη δική του ατζέντα. Αν ρωτήσετε βέβαια τα ίδια τα σωματεία, θα σας πουν ότι αγωνίζονται για τους εργαζομένους και η στιγμή είναι κατάλληλη ώστε να μην πάει χαμένη η θυσία τόσων νεκρών, μόνο που στο συλλαλητήριο της 8ης Μαρτίου η ΑΔΕΔΥ λ.χ. φώναζε για τις ιδιωτικοποιήσεις και η ΟΔΕ για τα υποχρηματοδοτούμενα σχολεία! Θεμιτά και τα δύο ως αιτήματα, αλλά, συγγνώμη, δεν κολλάνε πουθενά με τους νεκρούς στα Τέμπη. Για ποιο λόγο, λοιπόν, να ξανακατέβει σε μία τέτοια συγκέντρωση κάποιος που θύμωσε με το δυστύχημα;
Τέλος, υπάρχει τουλάχιστον μία ακόμη αιτία για τη χαμηλή προσέλευση στο συλλαλητήριο: Στη δημοκρατία, η άποψη ότι για όλα φταίει η κυβέρνηση είναι πάντα επίκαιρη και το αίτημα να την αλλάξουμε είναι πάντα στη μόδα, αλλά όσο περνούν οι μέρες και η έρευνα για τα αίτια του δυστυχήματος προχωρά, γίνεται φανερό ότι για τη σύγκρουση των δύο τρένων ευθύνεται η ελληνική δημοσιοϋπαλληλίστικη νοοτροπία. Με άλλα λόγια, ναι, η κυβέρνηση ευθύνεται στο μέτρο που δεν διόρθωσε αυτά που θα μπορούσε να διορθώσει, το είπε και ο πρωθυπουργός, αλλά οι ίδιες οι ενέργειες που οδήγησαν στο δυστύχημα υπαγορεύτηκαν από μία ρουτίνα επαγγελματικής αμέλειας, την οποία, δυστυχώς, συναντάμε σε καθημερινή βάση στο ελληνικό δημόσιο. Είναι, συνεπώς, κάπως δύσκολο να βγούμε να διαδηλώσουμε κατά του εαυτού μας…
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που συνέβη στα Τέμπη ήταν κάτι τόσο τραγικό, που δικαιολογεί αυθόρμητες εκδηλώσεις θυμού ή πένθους από μέρους της κοινωνίας και οι σχετικές συγκεντρώσεις είναι κατανοητές και θεμιτές στο μέτρο που δεν απειλούν την κοινωνική ειρήνη. Εάν πρόκειται, ωστόσο, να κάνουμε αυτές τις ημέρες ένα συλλαλητήριο με σκοπό να αλλάξει επιτέλους κάτι προς το καλύτερο και να μην ξαναζήσουμε κάτι ανάλογο, αντί για ένα τετριμμένο μωσαϊκό συνδικαλιστικών αιτημάτων και αντικαπιταλιστικών συνθημάτων, ας συμφωνήσουμε τουλάχιστον σε κάτι ενιαίο που να βγάζει νόημα… «Αξιολόγηση στο Δημόσιο», ας πούμε. Ας ξεκινήσουμε με αυτό ως σύνθημα και μετά βλέπουμε.