Το πολιτικό σύστημα ανέχθηκε για χρόνια, σχεδόν σαν ουδέτερος παρατηρητής, ακραίες μειοψηφίες που παρανομούν. Αυτή η παθογενής ισορροπία που δημιούργησε άβατα και άσυλα θεωρήθηκε ως βιώσιμη συνύπαρξη. Κραυγαλέα παραδείγματα: τα Εξάρχεια και οι καταλήψεις κτιρίων, το πανεπιστημιακό άσυλο, το μπλοκάρισμα της πόλης από μικρές ομάδες διαδηλωτών, οι εθιμικές συμπλοκές και καταστροφές στην επέτειο του Πολυτεχνείου.
Δεν υπάρχει όχι ομοθυμία, αλλά ούτε καν εξίσου έντονη προθυμία από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων για την επαναφορά στη δημοκρατική ομαλότητα.
Η κυβέρνηση έχει προγραμματική δέσμευση να αλλάξει αυτή την κατάσταση. Από την πρώτη μέρα ξεκίνησε στα Εξάρχεια, στις καταλήψεις, στο πανεπιστημιακό άσυλο. Ακολούθησε ο πρόσφατος νόμος για τις συναθροίσεις.
Η 18μηνη αυτή πορεία δεν γίνεται χωρίς πολιτικές διαφωνίες, κινηματικές αντιστάσεις και βίαιες συγκρούσεις με τις άνομες ομάδες που «ξεσπιτώνονται» ή τους πολιτικούς τους εκπροσώπους.
Το δυσκολότερο να αντιμετωπιστεί σε επίπεδο δημόσιου διαλόγου είναι η διάχυτη κουλτούρα «άνομης ασυλίας», την οποία εθιμικά απολαμβάνουν ομάδες και δυνάμεις της Αριστεράς κυρίως στο εξωκοινοβουλευτικό της σκέλος.
Κάθε προσπάθεια επαναφοράς στη λογική, γιατί ανομία με ασυλία μαζί είναι λογικό παράδοξο που πρέπει να αρθεί, αντιμετωπίζεται ως παραβίαση δικαιωμάτων και εγείρονται ενστάσεις συνταγματικότητας, οι οποίες όλες, ανεξαιρέτως όλες, απορρίπτονται μεν στο ΣτΕ, δεν παύουν δε συνθηματολογικά να κυριαρχούν στο φαντασιακό της αριστερής καταγγελίας. Κάθε νόμιμη προσπάθεια της Αστυνομίας να αποκαταστήσει, με μέτρο και συνέπεια, τη στοιχειώδη νομιμότητα στους καταλαμβανόμενους δρόμους και στις ασυλούχες πλατείες ή Ιδρύματα, αντιμετωπίζεται συστηματικά με αναπόδεικτους καταγγελτικούς μονολόγους για κρατικό αυταρχισμό και αστυνομική βία.
Ούτε η κυβέρνηση, ούτε η Αστυνομία είναι αλάνθαστες, θα ήταν αλαζονικό και εξίσου ανεδαφικό να το ισχυριστεί κανείς.
Όμως προχωρούν με μέτρο και συνέπεια στη σωστή κατεύθυνση. Για παράδειγμα, στην Αστυνομία έχουν γίνει τεράστια βήματα εκσυγχρονισμού, δημοκρατικού ελέγχου και επιχειρησιακής προσαρμογής σε ήπια αστυνόμευση.
Η πανδημία, όσο πρωτόγνωρη, όσο τρομακτική και αν είναι, δεν άλλαξε δυστυχώς τη στάση αυτών των πολιτικών ομάδων και δυνάμεων. Ούτε στο Πολυτεχνείο, όπου όλες οι παθογένειες του συστήματος αναδείχθηκαν.
Συγκεκριμένα: στη συζήτηση που προηγήθηκε – με τη δήθεν αντισυνταγματικότητα της απαγόρευσης συναθροίσεων-, στις εκδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν – με την παρανομία του «θεσμικού» ΚΚΕ -, στη συζήτηση που ακολούθησε – με την αγωνία του ΣΥΡΙΖΑ να μην υστερήσει σε εχθροπαθή καταγγελτικό λόγο για ανύπαρκτη βία και αυταρχισμό – επαναλήφθηκαν «με άλλα μέσα» το άγονο σκηνικό, ο αναχρονισμός, η αμηχανία και η δυσκολία προσαρμογής της Αριστερός σε καιρούς και πραγματικότητες.
Το χειρότερο, σε συνθήκες πανδημίας, αυτή η πολιτική αδιαλλαξία μεταλλάσσεται, γίνεται αντικοινωνική συμπεριφορά.
Όμως υπήρξαν και τα θετικά βήματα κι αξίζει να τα αναδείξουμε. Η προσφυγή του ΜέΡα25 στο ΣτΕ, η συμμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ με την εκδήλωση στο Πάρκο Ελευθερίας, η αστυνομική διαχείριση χωρίς να νεκρωθεί η πόλη. Και φυσικά ότι η πόλη δεν κάηκε, πρώτη φορά δεν είχαμε συμπλοκές με αντιεξουσιαστές και αναρχικούς.
Το μείζον, οι ευκαιρίες διάδοσης του κορωνοϊού μηδενίστηκαν γιατί πορεία δεν έγινε!
Μπροστά στην τραγωδία της πανδημίας, η συζήτηση για τις συγκρούσεις στο Πολυτεχνείο είναι «τρικυμία στο ποτήρι». Η κοινωνία και η κυβέρνηση το γνωρίζουν. Φέρονται ανάλογα και συνεχίζουν.
Προσωπικά στρέφω το βλέμμα στις νοσηλεύτριες της Κρήτης που πάνε Θεσσαλονίκη, στις νοσηλεύτριες των Ιωαννίνων που ακολουθούν.
Εκεί χτυπά η καρδιά της Ελλάδας. Εκεί δικαιώνονται το θάρρος, η αυταπάρνηση, η αλληλεγγύη, άρα και το Πολυτεχνείο.
* Από Τα Νέα