Ένας πρόσφυγας ανακαλύπτει την Αθήνα μέσα από τη ματιά ενός Έλληνα, που θα τον ξεναγήσει στα άδυτα μιας πόλης φημισμένης. Ταυτόχρονα, ένας Έλληνας επαναπροσδιορίζει τη σχέση του με την πόλη, που για χρόνια είχε οικειοποιηθεί, κοιτώντας τη με το φίλτρο κάποιου που λαχταρά να την εξερευνήσει. Ο λόγος για το «Helping hands joined», ένα πιλοτικό πρόγραμμα από το Διαπολιτισμικό Κέντρο του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες «ΠΥΞΙΔΑ», που στοχεύει στην ένταξη των προσφύγων στην Αθήνα με τη βοήθεια ενός Έλληνα εθελοντή.
«Σκοπός είναι ένας Έλληνας πολίτης να πάρει από το χέρι έναν πρόσφυγα για να του δείξει την πόλη, στην οποία μένει χωρίς να τη γνωρίζει: τις υπηρεσίες, τα αξιοθέατα, τα μαγαζιά. Λόγω της κοινωνικής περιθωριοποίησης που βιώνουν, οι πρόσφυγες τείνουν να μην εξερευνούν το περιβάλλον τους. Το “Helping hands joined” είναι ένας τρόπος να δικτυωθούν με την ελληνική κοινωνία και η ανταπόκριση των Ελλήνων εθελοντών είναι εντυπωσιακή», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Άννα Μερτζάνη, υπεύθυνη του Διαπολιτισμικού Κέντρου και των εθελοντών του ΕΣΠ και δημιουργός του προγράμματος.
«Είναι κάτι που όλοι θα θέλαμε αν πηγαίναμε σε μια άλλη χώρα: να μας ξεναγήσουν σε ένα προστατευμένο περιβάλλον», λέει από την πλευρά της η Αλεξάνδρα, η οποία τον περσινό Μάιο συνάντησε τον Νουρ, έναν πρόσφυγα από το Αφγανιστάν. Συναντήθηκαν μαζί με τις οικογένειες τους στο Πεδίον του Άρεως ή Πάρκο Νουρ, όπως το ονόμασαν αργότερα για να δώσουν μια διασκεδαστική χροιά στην τρίμηνη διαμονή του πρόσφυγα στο συγκεκριμένο μέρος μόλις έφτασε στην Αθήνα με την κόρη του, Ρόγια ή Όνειρο -στα ελληνικά-.
«Με συγκλόνισε πολύ το ότι μου είπε πως κοιμόταν στο πάρκο. Σκέφτηκα ότι ένας πατέρας με ένα μικρό παιδί, με κακό καιρό, έμενε έξω και αυτό με έκανε να δω την πόλη αλλιώς. Πλέον βλέπω τους ανθρώπους στο δρόμο και σκέφτομαι πως έχουν μια ιστορία. Δεν είναι κάτι τόσο μακρινό που δεν μπορούμε να αγγίξουμε. Θα μπορούσα, όταν ήταν εδώ ο Νουρ, να έκανα μια βόλτα και να τον έβλεπα. Μπήκα στη λογική του να μην κατακρίνω και να μην κρίνω γρήγορα», δηλώνει η εθελόντρια.
Η Αλεξάνδρα είχε δημιουργήσει στενή σχέση με μια οικογένεια προσφύγων από τη Συρία στο παρελθόν και αυτό της έδωσε το έναυσμα να συμμετέχει στο πρόγραμμα. «Είναι κάτι οργανωμένο που έχουν φροντίσει πάρα πολύ. Υπάρχουν κανόνες και όρια. Σίγουρα θα πρότεινα να το κάνει κάποιος συνειδητά και με τη σιγουριά ότι υπάρχει το πλαίσιο», αναφέρει.
Εμπόδιο στην πρώτη τους συνάντηση στάθηκε η απουσία κοινής γλώσσας επικοινωνίας, κάτι που αντιμετώπισαν ανταλλάσσοντας νεύματα, γέλια και βασικές λέξεις. Ο Νουρ επισημαίνει : «Γνώρισα πολύ καλούς ανθρώπους. Είχα κάποιους φίλους αστυνομικούς που μου έπαιρναν φαγητό, άλλοι μας έφερναν ρούχα και μας καλούσαν στο σπίτι τους να κάνουμε μπάνιο. Δεν χρειάζεται να καταλαβαίνουμε τη γλώσσα τους. Το πρόσωπο δείχνει πόσο καλός είναι κάποιος. Η Αλεξάνδρα έχει πολλή καλοσύνη. Εμείς οι πρόσφυγες πάντα έχουμε ψυχολογικά προβλήματα, αλλά με τη βοήθειά της, μπόρεσα να σταθώ στα πόδια μου. Κάθε φορά που την έβλεπα, έπαιρνα δύναμη. Νιώθω σαν να βλέπω ένα μέλος της οικογένειας μου».
Από την πλευρά της, η Αλεξάνδρα θεωρεί ιδιαίτερα ωφέλιμη τη γνωριμία της με τον Νουρ. «Έμαθα πάρα πολλά πράγματα. Κάποια στιγμή τον ρώτησα πότε γεννήθηκε κι ανακάλυψα ότι εμείς έχουμε 2021 και αυτοί 1400. Ήταν ένα πολιτισμικό σοκ. Τον ρωτούσα αν είναι από το παρελθόν ή αν εγώ ζω στο μέλλον. Έπειτα, διάβασα για το περσικό ημερολόγιο. Είχε τόση πλάκα και έμαθα κάτι καινούργιο. Αργότερα, κάθισα και σκέφτηκα και αναρωτιόμουν τι είναι τελικά ο χρόνος. Είναι κάτι που έχουμε ορίσει εμείς οι άνθρωποι και τρέχουμε από πίσω του. Όλο αυτό λειτούργησε μέσα μου πολύ θεραπευτικά. Εξαφανίστηκε το άγχος, γιατί κατάλαβα πως εμείς το έχουμε φτιάξει έτσι και θα μπορούσε να ήταν αλλιώς. Με βοήθησε πάρα πολύ. Δεν είναι δηλαδή ότι μόνο δίνω. Παίρνω κιόλας. Ο Νουρ είναι ράφτης. Του πρότεινα να μου ράψει ένα παντελόνι και μου έφτιαξε τρία. Χάρηκε πολύ γιατί είχε την ευκαιρία να προσφέρει και έκανε τη δουλειά του πολύ ωραία», υπογραμμίζει.
Η κόρη της, Δέσποινα, εννέα ετών, μιλά για τη δική της εμπειρία: «Οι πρόσφυγες και γενικώς οι άνθρωποι από άλλες χώρες έχουν άλλες συνήθειες και αυτό με βοήθησε. Δεν ξέρω σε τι, αλλά με βοήθησε. Νιώθω σαν να έχω μια δεύτερη ευκαιρία, αφού έφυγε στη Γερμανία η πρώτη οικογένεια προσφύγων, να το ξανακάνω αυτό. Και τώρα θα το κάνω καλύτερα γιατί η Ρόγια δεν έχει μαμά και αδέρφια. Εγώ και η μικρή μου αδερφή κάνουμε μαθήματα ελληνικών στον Νουρ».
Για το πώς βλέπει την πόλη, ο Νουρ απαντά: «Με ρωτάτε πώς μου φαίνεται η Αθήνα. Σκεφτείτε πως πάτε κάπου με όμορφη θέα. Δεν μιλάει μαζί σου η εικόνα ή η περιοχή, αλλά νοιώθεις την ομορφιά και το πόση δουλειά έχει κάνει κάποιος για να το δημιουργήσει αυτό. Πάντα έλεγα και θα το ξαναπώ πως θέλω να μείνω στην Αθήνα. Από μικρό παιδί στο Ιράν έλεγα ότι μια μέρα θα πάω στην Ελλάδα και θα ζήσω εκεί γιατί μου αρέσει η ιστορία της χώρας. Έχω πάει πολλές φορές σε μουσεία κι όπου βρίσκω αγάλματα πηγαίνω να τα δω. Το αγαπημένο μου μέρος στην Αθήνα είναι η Ακρόπολη. Πηγαίνω εκεί συνήθως τα απογεύματα».
Όσο για τα μελλοντικά του σχέδια στην Αθήνα, ο Νουρ σχολιάζει: «Θέλω να μπορώ να βοηθήσω τον συνάνθρωπο μου. Από μικρό παιδί ήμουν έτσι. Ο πατέρας μου μας έλεγε να βοηθάμε τους αδύναμους, αλλά και τους δυνατούς επειδή οι άνθρωποι πάντα χρειάζονται βοήθεια. Ήτανε πολιτικός και χαμογελαστός. Αυτό που έχω να πω εγώ είναι σας ευχαριστώ: εσάς, την Πυξίδα, όλους τους ανθρώπους που βρίσκονται εδώ».
Το «Helping hands joined» συνεχίζεται την περίοδο της πανδημίας. Οι διαδικτυακές συναντήσεις προσέφεραν αναρίθμητα οφέλη σε πρόσφυγες και εθελοντές: ψυχοκοινωνική υποστήριξη, αίσθηση αλληλεγγύης και χρησιμότητας. Οι πρόσφυγες είχαν τη δυνατότητα να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους στην ελληνική γλώσσα, ενώ οι εθελοντές αποδόμησαν και αναθεώρησαν στερεότυπα αντικαθιστώντας τον φόβο του ξένου με την έννοια της διαφορετικότητας.
«Το “Helping hands joined” τονίζει την ολιστική προσέγγιση που έχουμε στην ΠΥΞΙΔΑ. Υπάρχει μια σειρά επαγγελματιών από τους οποίους περνά ο πρόσφυγας: εκπαίδευση ενηλίκων και ανηλίκων, ομάδες γονέων, υπηρεσίες παιδοψυχολόγου, προετοιμασία κaι ενισχυτική διδασκαλία, δημιουργική απασχόληση νηπίων, εργασιακή συμβουλευτική με σύνδεση στην αγορά εργασίας», δηλώνει η Άννα Μερτζάνη. Ο Νουρ ήταν μέλος της ομάδας γονέων που συντόνιζε επί δύο χρόνια η ΠΥΞΙΔΑ και το «Helping hands joined» αποτέλεσε μια μετάβαση μετά το κλείσιμο της ομάδας.
Η ΠΥΞΙΔΑ διοργανώνει πολιτιστικές δραστηριότητες, αλλά και μαθήματα ελληνικών, αγγλικών, ενισχυτικής διδασκαλίας και εργασιακής συμβουλευτικής για παιδιά και ενήλικες με εθνικότητα διαφορετική από την ελληνική. Το πρόγραμμα «Helping hands joined» υποστηρίζει και ο δήμαρχος Καισαριανής, Χρήστος Βοσκόπουλος, δημιουργώντας ευκαιρίες για νέους εθελοντές.