Κυκλοφόρησε το βιβλίο με την αποχαιρετιστήρια περιπέτεια του δημοφιλούς ήρωα του Αντρέα Καμιλέρι, Μονταλμπάνο, που είχε γραφτεί πριν από 15 χρόνια αλλά είχε μείνει στο συρτάρι καθώς ο συγγραφέας είχε ζητήσει να εκδοθεί μετά τον θάνατό του.
Δεν είναι ακριβώς ένα βιβλίο αλλά τα απομνημονεύματα μιας πλούσιας ζωής με τα πάνω της και τα κάτω της. Είναι μάλλον μια λογοτεχνική διαθήκη που δόθηκε στους πιστούς του αναγνώστες για να τη φυλάξουν στη βιβλιοθήκη τους. Ακριβώς έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Αντρέα Καμιλέρι, τον περασμένο Ιούλιο στη γειτονική Ιταλία κυκλοφόρησε το «Riccardino», το τελευταίο βιβλίο του μεγάλου Σικελού συγγραφέα με πρωταγωνιστή τον αγαπημένο του ήρωα, τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο.
Αν και σε προχωρημένη ηλικία, στα 80 του τότε, ο Καμιλέρι άρχισε να γράφει το έργο το 2004, μία δεκαετία μετά την πρώτη εμφάνιση του πιο δημοφιλούς αστυνομικού της Ιταλίας. «Βρήκα τη λύση που μου άρεσε και την έγραψα αμέσως γιατί ποτέ δεν ξέρεις αν θα έρθει τότε το Αλτσχάιμερ» είχε πει χαρακτηριστικά σε μια συνέντευξή του στη «Reppublica». Μόλις ολοκλήρωσε το κείμενο, το παρέδωσε στην εκδότριά του Ελβίρα Σελέριο με τη συμφωνία να εκδοθεί μόνο μετά τον θάνατό του, ως επίλογος της σειράς των βιβλίων του. Στο μεσοδιάστημα, βέβαια, προχώρησε στη συγγραφή άλλων 18 βιβλίων. Ύστερα από ένα φρεσκάρισμα – στη γλώσσα, όχι στο περιεχόμενο – το 2016, το «Riccardino» μπήκε σε διαδικασία έκδοσης το περασμένο καλοκαίρι, οπότε έφυγε ο συγγραφέας από τη ζωή.
Πιστός στην υπόσχεση που είχε δώσει στους θαυμαστές των έργων του, ο Μονταλμπάνο στην τελευταία του περιπέτεια δεν χάνει τη ζωή του. «Το γεγονός ότι ο Μονταλμπάνο, αντίθετα από άλλους χαρακτήρες όπως ο Σέρλοκ Χολμς ή ο Μεγκρέ, μεγαλώνει, συμμετέχει στην καθημερινό ζωή, κάνει όλο και πιο δύσκολο για μένα να τον συντηρήσω. Ετσι, αποφάσισα να γράψω το τελευταίο μυθιστόρημα. Αλλά δεν καταλήγει να πυροβολείται ή να παίρνει σύνταξη», είχε αναφέρει ο συγγραφέας σε μια συνέντευξή του το 2005.
Στις περίπου 300 σελίδες του βιβλίου (περισσότερες από ποτέ), οι αναγνώστες θα βρουν για τελευταία φορά όλα τα τυπικά στοιχεία της μυθιστορηματικής δράσης του επιθεωρητή: τη ζωή στο αστυνομικό τμήμα, τις διαμάχες με την αιώνια σύντροφό του Λιβία, το δύσκολο πρωινό ξύπνημα, τις μαγειρικές αναφορές και τον κλασικό φόνο με τον οποίο ξεκινάει η αλυσίδα διερεύνησης των γεγονότων. Η αποχαιρετιστήρια ιστορία στη Βιγκάτα λοιπόν ξεκινάει με μια δολοφονία. Θύμα, ένας νεαρός διευθυντής τράπεζας και μάρτυρες της εκτέλεσης τρεις φίλοι του νεκρού. Οι τέσσερις άνδρες έχουν μοιραστεί τα πάντα και τώρα βρίσκονται ενώπιον μιας σκοτεινής πρόκλησης. Αν και η λύση της υπόθεσης φαίνεται απλή, ο επιθεωρητής Μονταλμπάνο που καλείται να τη διαλευκάνει, σύντομα καταλαβαίνει ότι τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται.
Το ιδιαίτερο στοιχείο βέβαια της πλοκής είναι άλλο. Η ιστορία προχωράει με δυσκολία, ο επιθεωρητής δεν φαίνεται σίγουρος για τις κινήσεις του, οι λεπτομέρειες της υπόθεσης ζυγίζονται για τα καλά, βρίσκεται σε σύγχυση. Ετσι, κάνει την εμφάνισή του και ο ίδιος ο συγγραφέας για να τον βγάλει από τη δύσκολη θέση. Ο Καμιλέρι τον αναγκάζει να βουτήξει στη δράση. «Σου δίνω ένα στοιχείο και τα κάνεις μαντάρα, και μετά μπαίνω εγώ σε μπελάδες. Σαν συγγραφέας, εννοώ. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι, πρέπει να ξεκινήσεις να κάνεις έρευνα», λέει στον ήρωά του σε μια τηλεφωνική επικοινωνία που έχουν οι δυο τους στις σελίδες του βιβλίου. Βέβαια, τα λόγια του δεν πείθουν άμεσα τον γκρινιάρη επιθεωρητή, ο οποίος κλείνει το τηλέφωνο στον εμπνευστή του.
Λεπτομέρειες σαν κι αυτή, στο κύκνειο άσμα του συγγραφέα, φανερώνουν πως το βιβλίο του αυτό στην πραγματικότητα λειτουργεί σαν μια βαθιά σπουδή πάνω στη σχέση του ίδιου του Καμιλέρι με τον διάσημο ήρωά του. Οταν απευθύνεται στον επιθεωρητή, σπάει κάθε σύμβαση του μυθιστορήματος κι αρχίζει έναν διάλογο ουσιαστικά με το έργο του και τους χαρακτήρες του. Επιστρατεύει μια πιραντελική λύση (όπως ανέφερε ο ίδιος), μια μεταφήγηση. Ο θάνατος του Ρικαρντίνο, του χαρακτήρα που έδωσε το όνομά του στο βιβλίο, είναι αλληλένδετος με την πραγματικότητα του σημερινού κόσμου. Αλλωστε, όπως και όλα τα προηγούμενα της σειράς, είναι ένας καθρέφτης που αντανακλά πολύ έντονα την περίοδο στην οποία γράφτηκε. Από το κείμενο δεν λείπουν σχόλια για τις εξελίξεις των περασμένων χρόνων μαζί βέβαια με τις χαρακτηριστικές αναφορές στη λογοτεχνία και την πολιτική (ενδεικτικά τα πικρά σχόλια για τον Μπερλουσκόνι).
Η κυκλοφορία του βιβλίου, με τη σύμφωνη γνώμη της οικογένειας Καμιλέρι, ήταν η πιο χαρακτηριστική πράξη τιμής τής μνήμης του συγγραφέα, έναν χρόνο μετά τον θάνατό του. Στη Σικελία διοργανώθηκαν μια σειρά από εκδηλώσεις, ενώ στο Πόρτο Εμπέντοκλε, στην πόλη όπου γεννήθηκε και τον ενέπνευσε να στήσει τη δική του Βιγκάτα, έγιναν τα αποκαλυπτήρια του αγάλματός του. Σε όλη την Ιταλία σχηματίστηκαν ουρές έξω από τα βιβλιοπωλεία για την αγορά του τελευταίου έργου του. Οι πιο προνοητικοί είχαν κάνει προκράτηση του τόμου νωρίτερα, ενώ οι πιο φανατικοί περνούσαν από τον εκδοτικό του οίκο όπου οι συνεργάτες του είχαν κρεμάσει μερικές σελίδες των βιβλίων του στις αίθουσές του, δίπλα στον πολυέλαιο που τους είχε χαρίσει ο ίδιος και τα χαρακτηριστικά μπλε εξώφυλλα. Στην πατρίδα του πούλησε περισσότερα από 20 εκατομμύρια αντίτυπα των 30 συνολικά μυθιστορημάτων του. Εκτός συνόρων, οι περιπέτειες του Μονταλμπάνο μεταφράστηκαν σε περίπου 30 γλώσσες.
της Διονυσίας Μαρίνου από Τα Νέα