Μέσα στο πολωμένο πολιτικό κλίμα, τις υποθέσεις για τις παρακολουθήσεις, τα «Μένουμε Ευρώπη» με ερωτηματικό ή χωρίς και την εν γένει υψηλών τόνων κριτική προς την κυβέρνηση, υπάρχει κάτι που πρέπει να ξεκαθαριστεί: Ο ισχυρισμός που επικαλούνται πολλοί, ότι η ΝΔ κινδυνεύει να γίνει σαν τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι υπερβολικός εάν όχι αστείος. Και αυτό ισχύει, ό,τι κι αν γίνει στο τέλος με την υπόθεση των υποκλοπών και ασχέτως αν τον ίδιο ισχυρισμό έχουν εκφράσει πολιτικοί του κύρους ενός Ευάγγελου Βενιζέλου.
του Μιχάλη Δεμερτζή
Πιο συγκεκριμένα, ερωτήματα όπως το κατά πόσο η κυβέρνηση έκανε έναν λάθος χειρισμό, κατά πόσο έχει παραβιάσει θεσμούς, κατά πόσο έχει δείξει σημάδια κόπωσης ή αλαζονείας ή, για να το συνοψίσουμε, κατά πόσο είναι εν τέλει «καλή» ή «κακή», αποτελούν ζητήματα που μπορούν να συζητηθούν και, εδώ που τα λέμε, σε μία δημοκρατία χρειάζεται και να συζητηθούν. Το κατά πόσο, όμως, μπορεί να υπάρξει κυβέρνηση ευρωπαϊκού κράτους με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, συγγνώμη, αλλά δεν μπορεί να συζητηθεί. Ως ερώτημα έχει ήδη απαντηθεί και απαντιέται κάθε μέρα με σαφήνεια από τα γεγονότα και το να το κουράζουμε με ερωτήματα τύπου «Μένουμε Ευρώπη;» για την κυβέρνηση της ΝΔ και αέναες συζητήσεις περί σοσιαλδημοκρατικοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει άρνηση για την πραγματικότητα.
Ειδικότερα, μέχρι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, η καθημερινή προσέγγιση του ΣΥΡΙΖΑ στα πράγματα δείχνει ότι, ως αντιπολίτευση, δεν έχει καμία μεταστροφή σε σχέση με την κυβερνητική του θητεία και τα τραγικά της χειροπιαστά αποτελέσματα. Τα βλέπουμε, τα λέμε και τα γράφουμε συνέχεια… Από τη συμπάθειά του στον Πούτιν μέχρι την αφέλειά του απέναντι στον Ερντογάν και το μεταναστευτικό και από το χάιδεμα των μπαχαλάκηδων στα πανεπιστήμια μέχρι το οικονομικό του πρόγραμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ βγάζει το ερωτηματικό από το τέλος του «Μένουμε Ευρώπη» και βάζει στην αρχή του το «Δεν».
Εν προκειμένω, αξιωματικά αυτό που λέει ο βασικός ομιλητής της εκδήλωσης «Μένουμε Ευρώπη;» Ευ. Βενιζέλος, ότι αν δεν εισακούσει η κυβέρνηση της ΝΔ την κριτική θα μοιάσει με τους «άλλους», έχει μία λογική. Στην πράξη, ωστόσο, δεν πρόκειται να ισχύσει ποτέ. Ο λόγος είναι ότι «οι άλλοι» είναι χειρότεροι, επειδή έχουν συγκεκριμένη αντίληψη για την πολιτική και όχι επειδή έκαναν κάτι «κακό». Με άλλα λόγια, μεγαλύτερο πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ και από τα σκάνδαλα με τις τηλεοπτικές άδειες ή το παραδικαστικό κύκλωμα είναι η δυσανεξία του στη Δύση και οι πεποιθήσεις του ότι τα σύνορα είναι ζωγραφιές στο χάρτη και ότι οι οικονομίες σώζονται με αναδιανομή.
Σε μία δυτικού τύπου δημοκρατία όπως είναι η Ελλάδα, αυτά τα γνωρίσματα είναι αρκετά ώστε η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με τους θεσμούς να είναι νοσηρή εξ αρχής. Αν μη τι άλλο, πρόκειται για ένα πολιτικό μόρφωμα γεμάτο συνιστώσες και στελέχη, πρωτοκλασάτα και μη, που δηλώνουν καχυποψία απέναντι στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, αν όχι εχθρότητα. Το να λέμε, λοιπόν, ότι η Νέα Δημοκρατία δεν έχει διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ αν δεν ακούσει την κριτική μας, είναι σαν να λέμε ότι αν δεν ακούσει την κριτική μας ο πιλότος στο αεροπλάνο, δεν έχει διαφορά από έναν αεροπειρατή.
«Υπερβολές» θα πει κάποιος. Ας έχει όμως υπόψη του ότι, για όλους τους παραπάνω λόγους, εκεί που ο ένας πρωθυπουργός διεξάγει κοινοβουλευτική συζήτηση περί δυσπιστίας εναντίον του, ο άλλος διεξήγαγε ολόκληρο δημοψήφισμα. Θα μου πείτε τώρα ότι το δημοψήφισμα του 2015 ήταν κάτι πολύ διαφορετικό και ασύγκριτα πιο σημαντικό από τη σημερινή πρόταση δυσπιστίας και τα τωρινά «Μένουμε Ευρώπη;», καθώς διεξήχθη για να απαντηθεί ένα υπαρξιακό ερώτημα. Ανάποδα, όμως, είναι τα πράγματα: Το ερώτημα εάν «Μένουμε Ευρώπη» έγινε υπαρξιακό τότε, γιατί ο Αλέξης Τσίπρας αγνόησε θεσμούς και λογική και αποφάσισε να κάνει δημοψήφισμα για τα αυτονόητα. Βλέπετε, ο ένας πρωθυπουργός αντιμετωπίζει τις κρίσεις πριν γίνουν υπαρξιακές, ενώ ο άλλος τις δημιουργεί. Δεν υπάρχει σύγκριση…