Πρόγραμμα τόνωσης της ευρωπαϊκής οικονομίας ανακοίνωσε η κεντρική τράπεζα. Περιλαμβάνει μείωση κατά δέκα μονάδες βάσης του επιτοκίου καταθέσεων αλλά και επανεκκίνηση του προγράμματος αγοράς ομολόγων.
Στο πρόγραμμα περιλαμβάνεται:
Πρώτον, η μείωση του βασικού επιτοκίου καταθέσεων (πρόκειται για επιτόκιο που αφορά στις καταθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων προς την ΕΚΤ) κατά 10 μονάδες βάσης στο -0,50%. Το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης και το επιτόκιο της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης παραμένουν αμετάβλητα στα τρέχοντα επίπεδα 0,00% και 0,25% αντίστοιχα. Το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει τώρα ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα παραμείνουν στο σημερινό ή κατώτερο επίπεδο μέχρι να φανεί ότι οι προοπτικές για τον πληθωρισμό συγκλίνουν σταθερά σε επίπεδο αρκετά κοντά, αλλά κάτω από το 2%.
Δεύτερον, η επανέναρξη του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE) με καθαρές αγορές ομολόγων 20 δισ. ευρώ από την 1η Νοεμβρίου. Το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι το πρόγραμμα αυτό θα διαρκέσει για όσο χρονικό διάστημα θα χρειαστεί
Τρίτον, η ΕΚΤ θα συνεχίσει να επανεπενδύσει τα ομόλογα που έχει στο χαρτοφυλάκιο της και λήγουν (πρόκειται για τα ομόλογα που αγοράστηκαν στο πλαίσιο του APP).
Έκκληση Ντράγκι στη Γερμανία για δημοσιονομική επέκταση
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, απηύθυνε έκκληση στη Γερμανία, αλλά και στις υπόλοιπες χώρες με μικρό Δημόσιο Χρέος, να προχωρήσουν σε επεκτατική δημοσιονομική πολιτική προκειμένου να βοηθήσουν στην ανάκαμψη της Ευρωπαϊκής Οικονομίας.
Η ΕΚΤ μετά τις δυσοίωνες προβλέψεις για ανάπτυξη και πληθωρισμό στην Ευρωζώνη ανακοίνωσε σήμερα ένα ακόμη γενναίο πακέτο μέτρων νομισματικής χαλάρωσης το οποίο μεταξύ άλλων περιλαμβάνει μείωση των επιτοκίων χορηγήσεων, την επανέναρξη του προγράμματος αγοράς ομολόγων το οποίο μάλιστα θα διατηρηθεί για όσο καιρό κριθεί αναγκαίο. Από τις αποφάσεις αυτές μπορεί να ωφεληθεί και η Ελλάδα καθώς διαφαίνεται πλέον η προοπτική να συμπεριληφθούν και τα ελληνικά ομόλογα στο νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Είναι ενδεικτικό ότι μετά τις ανακοινώσεις η απόδοση του 10ετούς ομολόγου υποχώρησε στο 1,49% από 1,61% που κυμαίνονταν χθες.
Ο επικεφαλής της ΕΚΤ διευκρίνισε ότι οι αποφάσεις ήταν ομόφωνες μετά τα νέα στοιχεία τα οποία δείχνουν υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης στην Ευρωζώνη. Άλλωστε η ΕΚΤ αναθεώρησε επί τα χείρω τις προβλέψεις της για τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ σε σύγκριση με τον Ιούνιο, εκτιμώντας ότι φέτος θα διαμορφωθεί στο 1,1% (από 1,2% που ήταν η προγενέστερη πρόβλεψη), το 2020 θα φθάσει το 1,2% (από 1,4%) ενώ διατήρησε αμετάβλητη την πρόβλεψη του 1,4% για το 2020.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο απερχόμενος πρόεδρος της ΕΚΤ η νομισματική πολιτική έχει εξαντλήσει τα όρια της. Τα 11 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια στην Ευρωζώνη καθώς και η συνεχιζόμενη αύξηση του ΑΕΠ οφείλονται αποκλειστικά στα μέτρα νομισματικής πολιτικής που έλαβε η ΕΚΤ. Όμως πλέον όπως είπε είναι αναγκαίο η δημοσιονομική πολιτική στις χώρες που διαθέτουν χώρο να αναλάβει δράση. «Ενόψει της αποδυνάμωσης των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης και του συνεχιζόμενου κινδύνου περαιτέρω μείωσης της, οι κυβερνήσεις με δημοσιονομικό χώρο πρέπει να ενεργούν με αποτελεσματικό και έγκαιρο τρόπο.. Όλες οι χώρες θα πρέπει να ενισχύσουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη μιας πιο φιλικής προς την ανάπτυξη σύνθεσης των δημόσιων οικονομικών» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Απαντώντας στην κριτική που ασκείται κυρίως από τις γερμανικές τράπεζες για τις αρνητικές επιπτώσεις που έχουν τα χαμηλά επιτόκια ο επικεφαλής της ΕΚΤ παραδέχτηκε ότι «τα αρνητικά επιτόκια έχουν παρενέργειες». Ωστόσο υπεραμύνθηκε αυτών τονίζοντας ότι δεν ευθύνονται αυτά για την κάμψη της κερδοφορίας των τραπεζών. Μάλιστα κάλεσε τα πιστωτικά ιδρύματα να εξορθολογίσουν το κόστος λειτουργίας τους.
Γενικότερα όπως είπε ο κ. Ντράγκι, απαντώντας και σε σχετική ερώτηση με αφορμή tweet του αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τράμπ, «τα μέτρα νομισματικής πολιτικής δεν λαμβάνονται με γνώμονα την συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ», αλλά αποκλειστικά στο πλαίσιο της εντολής που έχει λάβει η ΕΚΤ για την διαφύλαξη της νομισματικής σταθερότητας στην ζώνη του ευρώ».
Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΚΤ θα επιδιώξει όχι μόνο την αύξηση του πληθωρισμού σε επίπεδα πλησίον του 2%, αλλά τη σταθεροποίηση του σε αυτή την περιοχή. Προς το παρόν όμως οι προβλέψεις για την εξέλιξη του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη δείχνουν να αποκλίνουν από το στόχο. Συγκεκριμένα, στις προβλέψεις του Σεπτεμβρίου η ΕΚΤ εκτιμά ότι ο πληθωρισμός θα κινηθεί σε χαμηλότερα επίπεδα την ερχόμενη τριετία (1,2% το 2019, 1% το 2020 και 1,5% το 2021) σε σύγκριση με τις προβλέψεις του περασμένου Ιουνίου. Η επί τα χείρω αναθεώρηση των προβλέψεων οφείλεται τόσο στις χαμηλότερες τιμές στην ενέργεια όσο και στην αποδυνάμωση της ανάπτυξης παγκοσμίως.