Στις ΗΠΑ εξελίσσεται η μετάβαση της εξουσίας από τον απίθανο Τραμπ στον νεοεκλεγέντα μετριοπαθή και πιο ορθολογικό Μπάιντεν. Η οποία, όπως βεβαιώνουν καλά πληροφορημένες διπλωματικές πηγές, εξελίσσεται πολύ ομαλότερα απ’ ό,τι οι απειλές και οι εκρηκτικές δηλώσεις του απερχόμενου αμερικανού προέδρου προοιωνίζονταν.

Ο Τραμπ, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, ήλπιζε να κερδίσει τις εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου και να προχωρήσει απερίσπαστος σε πολιτειακού τύπου αλλαγές και μαζί να επιβάλει πιο συγκεντρωτικές λειτουργίες στην αμερικανική διακυβέρνηση. Ετσι αξιολογούνται άλλωστε από ειδικούς ανεξάρτητους παρατηρητές οι συχνές αναφορές και ο θαυμασμός που εξέπεμπε για τις αρμοδιότητες και τις εξουσίες που διατηρούσαν και διατηρούν ο Βλαντίμιρ Πούτιν και άλλοι αυταρχικοί ηγέτες ανά τον κόσμο, όπως ο γείτονάς μας Ταγίπ Ερντογάν.

Υπό αυτή την έννοια η ήττα του, και μάλιστα με καθαρή και αδιαμφισβήτητη διαφορά, πολλούς ανακούφισε όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά ιδιαίτερα στην Ευρώπη και εν γένει στον δυτικό δημοκρατικό κόσμο. Επί της ουσίας ο Τραμπ ακυρώθηκε, αν και διατηρεί μια ελπίδα να κερδίσει την πλειοψηφία της Γερουσίας και να παριστάνει τον συγκυβερνήτη με τον Μπάιντεν. Ολα θα κριθούν από τις επαναληπτικές εκλογές της 5ης Ιανουαρίου στην Τζόρτζια, από τις οποίες θα κριθούν δύο έδρες της Γερουσίας. Αν τις κερδίσει ο Τραμπ, όντως θα έχει την πλειοψηφία 51-49 και θα εμποδίζει όπου μπορεί τη διακυβέρνηση Μπάιντεν. Ωστόσο σύμφωνα με τους αναλυτές ο Μπάιντεν έχει τοποθετήσει ξεχωριστούς υποψηφίους, σε αντίθεση με εκείνους του Τραμπ, και εκτιμάται ότι ο νεοεκλεγείς πρόεδρος θα κερδίσει τουλάχιστον τη μία έδρα, ακυρώνοντας τα όποια σχέδια του απερχόμενου.

Πολλά λοιπόν θα κριθούν και για εμάς από αυτή την επαναληπτική εκλογή της 5ης Ιανουαρίου. Στην περίπτωση που ο Μπάιντεν εξασφαλίσει την έδρα που χρειάζεται στην Τζόρτζια, θα μπορεί να προχωρήσει σε κρίσιμες επιλογές, όπως η επανάκαμψη των ΗΠΑ στη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, η εγκατάλειψη της στάσης απομονωτισμού από τις διεθνείς υποθέσεις, η αναγέννηση της σχέσης με τους Ευρωπαίους για μια «νέα συμφωνία συλλογικής ασφάλειας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ» και η ενεργότερη εμπλοκή της Αμερικής στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, την οποία οι επιθετικοί γείτονές μας θέλουν να μετατρέψουν σε πυριτιδαποθήκη και εστία παγκόσμιας διαταραχής.

Και σε αυτή ακριβώς την ενεργότερη αμερικανική εμπλοκή στην περιοχή μας προσβλέπουμε. Το ερώτημα λοιπόν που κατατρώγει την Αθήνα και απασχολεί εντόνως τόσο τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη όσο και τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Δένδια είναι πώς θα κινηθεί η νέα αμερικανική ηγεσία στην περιοχή. Το ελληνικό λόμπι στις ΗΠΑ μεταφέρει στην Αθήνα ότι η ατμόσφαιρα στην Ουάσιγκτον είναι απολύτως φιλελληνική. Πρόσφατα μάλιστα στο Φόρουμ των Δελφών οι συμμετέχοντες Δημοκρατικοί, και συγκεκριμένα οι κ. Μενέντες, Βαν Χόλεν, Ζεμενίδης και άλλοι, ήταν ενθουσιώδεις και μετέδιδαν χαρακτηριστικά ότι «θα τρίβετε τα μάτια σας με όσα θα βλέπετε».

Ωστόσο δεν είναι λίγοι εκείνοι που σημειώνουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν την Τουρκία και να της επιτρέψουν να δεθεί χωρίς διαπραγμάτευση και συζητήσεις στο άρμα της Ρωσίας του Πούτιν. Αντιθέτως, επειδή βλέπουν ότι η Ρωσία κερδίζει συστηματικά στην επίμαχη ζώνη, θα θελήσουν να συγκρατήσουν την Τουρκία στο άρμα της Δύσης και του ΝΑΤΟ. Ο στενός κύκλος του Μπάιντεν ωστόσο δεν σκοπεύει να δώσει άπειρες ευκαιρίες στην Αγκυρα. Και αυτό γιατί συνειδητοποιεί την τουρκική μετατόπιση και μαζί αντιλαμβάνεται ότι δεν υπάρχουν πολλές αξιόπιστες χώρες στην περιοχή που να διατηρούν μακροχρόνιες σχέσεις και σταθερούς δεσμούς με τις ΗΠΑ. Επιπλέον επαναξιολογούν την κατάσταση μετά το βήμα της γείτονος να προμηθευτεί τους ρωσικούς πυραύλους S-400, αντιλαμβανόμενοι ότι τίθεται ευρύτερο ζήτημα ασφάλειας.

Βάσει των παραπάνω και σύμφωνα πάντα με τις ίδιες διπλωματικές πηγές, οι Ηνωμένες Πολιτείες υπό τη νέα διακυβέρνηση Μπάιντεν θα εγκαταλείψουν σταδιακά την έως τώρα στάση του 50%-50%, που συνοδευόταν από την όχι και τόσο ουδέτερη προτροπή «βρείτε τα», και θα τοποθετηθεί πιο καθαρά υπέρ των ελληνικών συμφερόντων. Ηδη, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, αξιολογείται ιδιαιτέρως από την Αθήνα το γεγονός ότι για πρώτη φορά οι αμερικανικές αρχές μιλούν για παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου από τα τουρκικά μαχητικά.

«Παράθυρο» για νέες αμερικανικές βάσεις

Κοινώς εκτιμάται ότι συνειδητοποιείται στην Ουάσιγκτον ότι δεν έχουν άλλο αποκούμπι στην περιοχή και λογικώς θα κινηθούν πιο αποφασιστικά προς την Αθήνα. Κάτι που κατά τα φαινόμενα ενθουσίασε τον υπουργό Εθνικής Αμυνας κ. Νίκο Παναγιωτόπουλο, ο οποίος έσπευσε να δηλώσει στο Φόρουμ των Δελφών ότι «αναζητούμε νέες τοποθεσίες πάνω στις οποίες θα τοποθετηθούν τα κοινά μας συμφέροντα». Η δήλωση πέρασε σχεδόν απαρατήρητη, δεν απασχόλησε τα μέσα ενημέρωσης παρότι εμμέσως παραπέμπει στο άκρως ευαίσθητο, σε άλλους καιρούς, θέμα της δημιουργίας νέων αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα. Οι πιο πονηρεμένοι πάντως σημείωσαν ότι στην περίπτωση αυτή αναφύεται ένα ευρύτερο θέμα ανταλλαγμάτων, το οποίο απαιτεί συνολικότερη διαπραγμάτευση και το αποτέλεσμά της εξαρτάται και εναπόκειται στις διαθέσεις και στις δυνατότητες διαπραγμάτευσης των ελληνικών διπλωματικών αρχών.

Αν ωστόσο επιβεβαιωθεί ότι όντως βρισκόμαστε κοντά σε μια γενικότερη αμερικανική στροφή υπέρ των ελληνικών θέσεων και ταυτοχρόνως εγερθεί ζήτημα δημιουργίας νέων αμερικανικών βάσεων στη χώρα μας, οι απαιτήσεις προφανώς για την ελληνική πολιτική και διπλωματία θα πολλαπλασιαστούν. Ετσι έχουν τα πράγματα λίγο πριν από την αυγή του 2021. Και δικαίως η προσοχή των υπευθύνων μπορεί μεταφερθεί στις επαναληπτικές εκλογές της Τζόρτζια για τις δύο κρίσιμες θέσεις στην αμερικανική Γερουσία.

Πηγή: Βηματοδότης