Η νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019 σηματοδότησε το τέλος μιας επώδυνης, για την νεότερη ιστορία μας, εποχής. Η δεκαετής οικονομική κρίση, που εξελίχθηκε σε δομική με κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις,δημιούργησε συνθήκες εσωτερικού διχασμού μέχρι του σημείου να τεθεί ζήτημα προσανατολισμού της χώρας. Ο δημαγωγικός λαϊκισμός βρήκε εύφορο έδαφος για να αναπτυχθεί και να τροφοδοτήσει επικίνδυνες ψευδαισθήσεις. Οι υπερβολές και οι παθογένειες της μεταπολίτευσης, που υπονόμευσαν την παραγωγική δομή και την κοινωνική συνοχή, επιχειρήθηκε να επιβιώσουν με όποιο κόστος, ακόμη και αυτή την ίδια την παραμονή της χώρας στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Οι ανυπόστατες προσδοκίες κατέρρευσαν με πάταγο από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που παρ’ ολίγον να θέσει την Ελλάδα εκτός ΕΕ. Αυτή η περίοδος, που σημαδεύτηκε από μια συμφωνία διάσωσης -μνημόνιο- με βαρύτατους όρους, η οποία ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα τυχοδιωκτικών πολιτικών, καθώς και μια συμφωνία με την ηγεσία των Σκοπίων -Πρέσπες- με σαφώς αρνητικούς όρους για την πλευρά μας, αποδόμησε οριστικώς την αξιοπιστία των πολιτικών δυνάμεων του λαϊκισμού.
Σε αυτή την δύσκολη συγκυρία, για μια ακόμη φορά μετά το 1974, η ΝΔ, το μόνο κόμμα εξουσίας που έμεινε όρθιο μέσα στην κρίση, με τις βαθιές ρίζες του στην ελληνική κοινωνία, κλήθηκε να χαράξει μια νέα πορεία για τη χώρα. Μια πορεία που θα άλλαζε τα κακώς κείμενα, στην οικονομία, στη λειτουργία του κράτους, στην εκπαίδευση, στην καταπολέμηση του εγκλήματος, στο μεταναστευτικό, στις διεθνείς σχέσεις.
Και πράγματι η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη επιχείρησε να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα οικονομικών μεταρρυθμίσεων και εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης. Ωστόσο, πολύ σύντομα, ήλθε αντιμέτωπη με δύο μη αναμενόμενες προκλήσεις.
Η μία ήταν η τουρκική επιθετικότητα, η οποία ξεδιπλώθηκε σε πολλές φάσεις. Αρχικώς, με την απόπειρα οργανωμένης εισβολής χιλιάδων μεταναστών στην περιοχή του Έβρου, που σκόπευε όχι μόνον στον εκβιασμό της Ευρώπης αλλά και στην αποσταθεροποίηση της χώρας. Η αποφασιστική στάση της κυβέρνησης και όλων όσοι είχαν την ευθύνη για την αποτροπή της τουρκικής επιχείρησης, ανέτρεψε τον τουρκικό σχεδιασμό, και τα ελληνικά σύνορα στη συνείδηση των Ευρωπαίων έγιναν και πάλι ευρωπαϊκά.
Το ίδιο αποφασιστική υπήρξε και η ελληνική στάση στις τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο το θέρος του 2020, που οδήγησε την Άγκυρα σε αναγκαστική αναδίπλωση. Η έντονη διπλωματική δραστηριότητα, με συμμαχίες όχι μόνον στον ευρωπαϊκό χώρο και τις ΗΠΑ, αλλά και στον αραβικό κόσμο, όπως και στο Ισραήλ, ενίσχυσε το διεθνές προφίλ της Ελλάδας. Ταυτόχρονα, μετά από πολλά χρόνια ξεκίνησε ένα πρόγραμμα εξοπλισμών και ενίσχυσης των αμυντικών δυνατοτήτων της χώρας, με την αγορά νέων αεροσκαφών από τη Γαλλία, την προμήθεια νέων φρεγατών, που βρίσκεται σε εξέλιξη, και κινήσεων για το ξεπάγωμα της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Προκρίνοντας πάντα την ειρηνική επίλυση της μόνης διαφοράς με την Τουρκία, που είναι αυτή της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, έχει δοθεί πλέον το μήνυμα ότι η χώρα είναι ικανή να βάλει φραγμό στον νεο-οθωμανικό αναθεωρητισμό.
Η δεύτερη μεγάλη πρόκληση υπήρξε η πανδημία του COVID-19. Μία έκτακτη συγκυρία, που έχει ταυτόχρονα υγειονομικές αλλά και οικονομικές επιπτώσεις. Η Ελλάδα, σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες κατόρθωσε να μην βιώσει ακραίες συνθήκες χάους και το δημόσιο σύστημα υγείας, που ενισχύθηκε κατάλληλα όλο αυτό το διάστημα, μπόρεσε να ανταπεξέλθει στην αποστολή του. Το πρόγραμμα εμβολιασμού, που η επιτυχία του εξαρτάται πλέον από την ατομική ευθύνη, θα μπορέσει να μας οδηγήσει στο τέρμα αυτού του επώδυνου τούνελ και στην επιστροφή στην κανονικότητα. Στο οικονομικό πεδίο η κυβέρνηση επεδίωξε και κατόρθωσε να στηρίξει εργαζόμενους και επιχειρήσεις, σε συνθήκες παγώματος της οικονομικής δραστηριότητας, με ποικίλα χρηματοδοτικά εργαλεία και μέτρα.
Με ορατή, πλέον, την επόμενη μέρα από την πανδημία, η χώρα θέτει σε εφαρμογή ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο πρόγραμμα απορρόφησης δεκάδων δισεκατομμυρίων, μέσω και του «Ελλάδα 2.0-Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας», που στοχεύει στην παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας μας.
Ιδιαίτερα ελπιδοφόρα είναι τα αποτελέσματα από την ψηφιοποίηση του κράτους, που επιταχύνθηκε ραγδαία λόγω της καραντίνας, και έχει περιορίσει δραστικά τα αιώνια γραφειοκρατικά εμπόδια και την παραδοσιακή ταλαιπωρία των πολιτών στις ουρές. Η εξοικείωση, μάλιστα, όλο και περισσοτέρων με τα ηλεκτρονικά μέσα κάνει αυτές τις εφαρμογές ακόμη πιο αποτελεσματικές.
Ανάλογη αισιοδοξία προσδίδουν, επίσης, οι μεταρρυθμίσεις στο πεδίο της προσέλκυσης επενδύσεων, έχοντας ήδη κάποια απτά δείγματα του νέου θετικού επενδυτικού περιβάλλοντος. Στην οικονομική ανάπτυξη σημαντική συμβολή θα έχουν, ακόμη, μεγάλα δημόσια έργα, όπως ο αυτοκινητόδρομος Ε-65 της Κεντρικής Ελλάδος και η επέκταση του μετρό.
Κομβικό ρόλο στο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της κυβέρνησης αναμένεται να παίξουν οι αλλαγές στην εκπαίδευση. Η ανάδειξη της αριστείας και της αξιοκρατίας, η υπέρβαση της λογικής της ήσσονος προσπάθειας, η επένδυση στη γνώση και στην αξιοποίηση των ικανοτήτων των νέων μας, με τη σύνδεση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την αγορά, είναι ο μόνος δρόμος για να βάλουμε ένα τέλος στο καταστροφικό brain drain.
Πλέον των παραπάνω είναι ακόμα πολλά τα προβλήματα τα οποία ταλανίζουν την χώρα και στα οποία αυτή η κυβέρνηση πρέπει να δώσει λύσεις. Αναφέρομαι για παράδειγμα στην αδήριτη ανάγκη της ανασυγκρότησης της πρωτογενούς παραγωγής, η οποία δυστυχώς είναι ελάχιστα αξιοποιημένη, σε σχέση με τις τεράστιες δυνατότητες που έχει ο τόπος μας. Στα δυο χρόνια της κυβέρνησης Μητσοτάκη αναμφίβολα έγιναν πολλά. Στο παρελθόν διάφορες κυβερνήσεις με μεταρρυθμιστικό πρόσημο, στο μέσον της θητείας τους, αντιμετώπισαν το σύνδρομο της μεταρρυθμιστικής κόπωσης, και ανέστειλαν το μεταρρυθμιστικό τους πρόγραμμα, κάτι που εντέλει αποδείχθηκε μοιραίο γι’ αυτές. Η εγρήγορση που επιδεικνύει σε όλα τα μέτωπα, ακόμη και εν μέσω θέρους, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, δείχνει ότι δεν κινδυνεύει από… κόπωση.
Οι πολίτες δικαίως βαθμολογούν με υψηλό βαθμό τις επιδόσεις της κυβέρνησης, σε αντίθεση με αυτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης που επιδίδεται στην καταστροφολογία και στον μηδενισμό, ποντάροντας στη συνωμοσιολογία και στον διχασμό. Η ελληνική κοινωνία συνεχίζει να στηρίζει τις ελπίδες της για ένα καλύτερο αύριο στη ΝΔ. Κι αυτό, αφενός προσδίδει ισχύ στην κυβέρνηση, αφετέρου, όμως, ανεβάζει τον πήχη των προσδοκιών. Στο χέρι μας είναι να μην την διαψεύσουμε.
- Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος, πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης της Βουλής, βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας, πρώην υπουργός, γράφει στο tomanifesto.gr