Τη σημασία της επικοινωνίας των πολιτικών δυνάμεων σε ζητήματα για τα οποία απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία ανέδειξε ο υπουργός Επικρατείας Μάκης Βορίδης, λίγες ώρες πριν τη συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Νίκο Ανδρουλάκη. Όπως επισήμανε, η αντιπολίτευση του «όχι σε όλα» είναι αντίθετη στο πνεύμα του συντάγματος.
Μιλώντας στο Open ο Μάκης Βορίδης παρατήρησε ότι γίνεται είδηση κάτι που δεν θα έπρεπε να είναι. Όπως είπε, η ανταλλαγή απόψεων δεν είναι υποχρεωτική, σε αντίθεση με τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες που απαιτούν αυξημένη πλειοψηφία, όπως η επιλογή των διοικήσεων των Ανεξάρτητων Αρχών, η συνταγματική αναθεώρηση κ.ά.
Σύμφωνα με την προσέγγιση του υπουργού, αυτή η συνεννόηση δεν είναι στη διακριτική ευχέρεια των πολιτικών δυνάμεων, «αν θέλω το κάνω, αν δεν θέλω, δεν το κάνω». Ως εκ τούτου, πρόσθεσε, «η αποκατάσταση επικοινωνίας που επιτρέπει την καλή συνεννόηση κατ' ελάχιστον στα ζητήματα που επιτάσσει το Σύνταγμα αυξημένες πλειοψηφίες, είναι σημαντική και βασική». Θυμίζοντας, εξάλλου, την υπόθεση του Συνηγόρου του Πολίτη, επισήμανε ότι η αντιπολίτευση του «όχι σε όλα» είναι αντίθετη στο πνεύμα του Συντάγματος.
Με δεδομένο, επίσης, ότι και στην περίπτωση της εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας αναζητώνται κατ' αρχήν ευρείες πλειοψηφίες, ο υπουργός Επικρατείας δήλωσε «βέβαιος πως θα εξαντληθεί η προσπάθεια να υπάρξουν ευρύτερες συναινέσεις». Με την ταυτόχρονη διευκρίνιση, πάντως, ότι «πρόσωπα ευρύτερης αποδοχής υπάρχουν και στη μία παράταξη και στην άλλη». Ερωτηθείς για τέτοια πρόσωπα, δε, επανέλαβε την κυβερνητική θέση, «δεν μπαίνουμε στη συζήτηση για κανένα πρόσωπο, η συζήτηση θα ανοίξει την ώρα που θα επιλέξει ο πρόεδρος της ΝΔ ως αρχηγός της μεγαλύτερης κοινοβουλευτικής ομάδας».
Αλλάζοντας θέμα, κληθείς να σχολιάσει την ομιλία του πρώην πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, την Τρίτη στο Φόρουμ του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» και, μάλιστα, την αναφορά του ότι το δημοψήφισμα ήταν Plan B για εκείνον, ο κ. Βορίδης υπενθύμισε το περιβάλλον της εποχής εκείνης: κλείσιμο τραπεζών, capital controls. «Βρεθήκαμε στο χείλος του γκρεμού», υπογράμμισε και κατηγόρησε τον κ. Τσίπρα ότι «η σύμβαση που συνήψε μετά το δημοψήφισμα, ήταν δυσμενέστερη από την προηγούμενη».
Όμως, για τον υπουργό Επικρατείας, «υπάρχει δικαιοσύνη σε όλα αυτά: η κατάληξη του ΣΥΡΙΖΑ. Αφού έχουν κάνει όλα αυτά, από τον ΣΥΡΙΖΑ του άνω του 30%, είμαστε στο ΣΥΡΙΖΑ του 6%-8% και έχουν γεννήσει έξι κόμματα. Αυτή η ρευστοποίηση είναι πολιτικό αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο χειρίστηκαν πολύ σοβαρά ζητήματα για τη χώρα όταν κυβέρνησαν». Και κατέθεσε την εκτίμησή του ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ έληξε», ενώ σε επόμενο σημείο της συνέντευξης αμφισβήτησε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια, αφού συνεχίσθηκε το καθεστώς της αυξημένης επιτήρησης.
Συγχρόνως, ο κ. Βορίδης έκανε ένα βήμα πιο πέρα υποστηρίζοντας ότι «ο λαός μας έχει αποκτήσει πείρα, την οποία αξιοποιεί κατά τη γνώμη μου ορθά και σοφά, σε σχέση με άλλους λαούς», καλώντας να δει κανείς γίνεται στη Γαλλία. «Η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες με κυβερνητική σταθερότητα», ανέφερε και πρόσθεσε πως «ο Έλληνας πρωθυπουργός βγαίνει μπροστά και πρωταγωνιστεί σε σειρά ζητημάτων, όπως η ευρωπαϊκή άμυνα, η ανταγωνιστικότητα, η ενέργεια». Και «τα θέτει ο πρωθυπουργός της Ελλάδας λόγω της σταθερότητας» που έχει η χώρα μας, εν αντιθέσει με μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, διαπίστωσε ακόμη.
Εν τέλει, υπογράμμισε, «ο λαός μας είναι πολύ επιφυλακτικός σε κάθε τύπου μαξιμαλισμό γιατί το έζησε, άκουσε εκείνον που έλεγε ότι θα σκίσει τα μνημόνια», τονίζοντας πως εκείνο δε, που «μετέβαλε τη συμπεριφορά των "συστημικών" πολιτικών κομμάτων ήταν η εμπειρία της πτώχευσης. Η Αριστερά δεν κατάλαβε τίποτε από αυτό».
Στο ζήτημα με τις τράπεζες, αφού υπενθύμισε ότι «στα χαμηλά ποσά μειώσαμε κατά 50% την προμήθεια, αυτή ήταν η πρώτη παρέμβαση», συμπλήρωσε λέγοντας ότι «οι τράπεζες φορολογούνται πάνω από τις κανονικές επιχειρήσεις». Εξάλλου, συνέχισε, «ο αναβαλλόμενος φόρος έχει έλθει εμπροσθοβαρώς να καταβάλλεται».
Κατά τον κ. Βορίδη, «το ζήτημα είναι να μην κάνουμε πάλι αστοχίες, να μη διαταράξουμε το τραπεζικό σύστημα κι αυτή τη φορά δεν θα το πληρώσει ο φορολογούμενος, από εδώ και πέρα θα το πληρώσουν οι καταθέτες».
Στο σημείο αυτό, όμως, άσκησε δριμεία κριτική στο ΠΑΣΟΚ: «Εμείς έχουμε ενισχύσει τον ανταγωνισμό, έχουμε κάνει τον 5ο πυλώνα, που έγινε πριν από τρεις μήνες, με την αντιπολίτευση απέναντι. Αυτοί, το ΠΑΣΟΚ, που λένε να φορολογήσουν, δεν στήριξαν τον 5ο πυλώνα και άρα και την ενίσχυση του ανταγωνισμού».
Και σε άλλο σημείο, ειδικά για την πρόταση του ΠΑΣΟΚ για τη φορολογία των τραπεζών, αντέτεινε πως η συγκεκριμένη πρόταση «δεν λέει ούτε καν για φόρο στα υπερκέρδη των τραπεζών, αλλά 5% φόρο επιπλέον». «Αυτό τι νόημα έχει πέραν της διαταραχής της εμπιστοσύνης των επενδυτών;», διερωτήθηκε κάνοντας λόγο για... επίδραση ΣΥΡΙΖΑ.
Επόμενη παρατήρηση του υπουργού Επικρατείας για τις τράπεζες ήταν ότι «ο ανταγωνισμός περιλαμβάνει τις προμήθειες, την αύξηση του επιτοκίου καταθέσεων, την πιστωτική επέκταση», ενώ στη συνέχεια έθεσε και μία ακόμη παράμετρο. «Είναι σημαντικό να αξιοποιηθούν τα ακίνητα των τραπεζών, το οποίο σε τελική ανάλυση είναι προς όφελος και των τραπεζών». Ως εκ τούτου, «περιμένουμε από το τραπεζικό σύστημα να ανταποκριθεί στη συζήτηση αυτή», δήλωσε με την ταυτόχρονη υπόμνηση ότι «η κυβέρνηση έχει ρυθμιστικά εργαλεία, αλλά είναι επίσης προφανές ότι προτιμούμε οι επιλογές να γίνονται από τις τράπεζες».
Ακολούθησαν ερωτήσεις για την κυβερνητική μομφή περί «πράσινου ΣΥΡΙΖΑ», θέμα στο οποίο ο υπουργός Επικρατείας εγκάλεσε την αξιωματική αντιπολίτευση για προχειρότητα στο θέμα του ΦΠΑ. Εκτός του ότι η μείωσή του συνεπάγεται απώλεια φορολογικών εσόδων, είναι αμφιβόλου ωφέλειας για τον καταναλωτή, όπως απέδειξε και η εμπειρία από την Ισπανία, όπου δεν είχε αποτέλεσμα η μείωση του ΦΠΑ στην ακρίβεια, όπως είπε.
Για το θέμα των ενοικίων, επεσήμανε εξ αρχής ότι «κάνουμε και θα κάνουμε αρκετά πράγματα» και παρέπεμψε στα εν εξελίξει προγράμματα («Σπίτι μου», «Ανακαινίζω»), με ωφελούμενους, δεκάδες χιλιάδες συμπολίτες μας.
Η συνέντευξη έκλεισε με το ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα, μετά και τη συνάντηση των κ. Μητσοτάκη και Στάρμερ. Επ' αυτού έκανε λόγο για «σημαντική αλλαγή στάσης της βρετανικής κυβερνήσεως», ακόμη και για «σημαντική διαφοροποίηση». «Και είναι ένα από τα θετικά της συναντήσεως του Έλληνα πρωθυπουργού με το Βρετανό ομόλογό του», κατέληξε ο κ. Βορίδης.