Εκδήλωση για τα 40 χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του περιφερειακού συνεδρίου ανάπτυξης, Regional Growth Conference. Το οποίο, συνδιοργανώνουν στην Πάτρα, η εφημερίδα «Πελοπόννησος» και η περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας.
Συμμετείχαν οι ευρωβουλευτές, Μανώλης Κεφαλογιάννης (ΝΔ), Δημήτρης Παπαδημούλης (ΣΥΡΙΖΑ), Νίκος Ανδρουλάκης (ΚΙΝ.ΑΛ.) και ο περιφερειάρχης Δυτικής Ελλάδας, Νεκτάριος Φαρμάκης.
Στην τοποθέτηση του ο Μανώλης Κεφαλογιάννης, μεταξύ άλλων, ανέφερε: «Είμαστε υπερήφανοι για την Ευρώπη, είμαστε υπερήφανοι και για την Ελλάδα και για τη στάση της χώρας μας όλα αυτά τα χρόνια. Η Ελλάδα έχει αλλάξει».
Αναφερόμενος στο σχέδιο το οποίο έχει καταθέσει η χώρα, σχετικά με το ταμείο ανάκαμψης, το χαρακτήρισε «ως ένα από τα πιο ολοκληρωμένα σχέδια και ένα από αυτά, τα οποία τα συνιστούν στις άλλες χώρες, ως “μπούσουλα” για να μπορέσουν να απορροφήσουν τα χρήματα».
Επίσης, επεσήμανε ότι «το πρόβλημα στην Ελλάδα ήταν πάντα, όχι τα χρήματα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά η ποιότητα το προγραμμάτων».
Ο κ. Κεφαλογιάννης υπογράμμισε σε άλλο σημείο της ομιλίας του, ότι «η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι η χώρα η οποία ακολουθεί» και εξήγησε: «Θα πρέπει να έχουμε τη φιλοδοξία να είμαστε πρωταγωνιστές. Πρέπει να έχουμε μια εθνική στρατηγική και είμαι ευτυχής που πραγματικά την έχουμε στην Ελλάδα και πολύ περισσότερο σε ευρωπαϊκό επίπεδο».
Από την πλευρά του ο Δ. Παπαδημούλης, ανέφερε: «Παραμένω από νεαρός, σταθερά υπέρ του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας και υπέρ της ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Θεωρώ μετά από 40 χρόνια, παρά τις αναταράξεις της κρίσης, και της αμφισβήτησης, που δοκίμασαν αυτή τη σχέση- ιδιαίτερα στην προηγούμενη δεκαετία, αλλά και της ευρωπαϊκής ηγεσίας που αντιμετώπισε τη χρεοκοπημένη Ελλάδα με ένα “φάρμακο” που κόντεψε να τη σκοτώσει, ότι το τελικό συνολικό ισοζύγιο αυτής της σαραντάχρονης πορείας είναι θετικό».
Ταυτόχρονα, υπογράμμισε ότι «είναι η ώρα να διεκδικήσουμε και στην Ευρώπη αλλαγές που να επιταχύνουν και να βαθαίνουν την πολιτική ενοποίηση».
Σε άλλο σημείο της τοποθέτησής του, σημείωσε ότι «το ταμείο ανάκαμψης πρέπει να γίνει μόνιμο και να ενισχυθεί», προσθέτοντας: «Όχι μία και έξω και να τελειώσουμε με αυτό το 2026».
Μάλιστα, όπως τόνισε, «όσο διαρκεί η ρήτρα αναστολής, να γίνουν αλλαγές στο σύμφωνο σταθερότητας σε ότι αφορά ελλείμματα και δημόσιο χρέος».
Επίσης, σημείωσε ότι «είναι αναγκαίο να γίνουν πιο ρεαλιστικές οι προβλέψεις, για να μην ξαναζήσουμε μία κρίση χρέους και ένα νέο γύρο λιτότητας».
Ο Ν. Ανδρουλάκης, είπε ότι «το ΠΑΣΟΚ δεν ήταν ποτέ κατά της ενωμένης Ευρώπης, είχε όμως έναν ισχυρό σκεπτικισμό σε σχέση με την μορφή του οικοδομήματος.
Αν θέλουμε, να προχωρήσει η Ευρώπη με ενότητα και προοπτική πρέπει να αρθεί ο κανόνας ομοφωνίας και να έχουμε ένα μοντέλο, το οποίο θα μονιμοποιήσει εργαλεία αλληλεγγύης».
Επίσης, όπως είπε, «να δημιουργήσει περισσότερα εργαλεία, τα οποία όχι μόνο θα είναι αναπτυξιακά, αλλά ουσιαστικά θα είναι και δίκαια κατανεμημένα μέσα από την κοινή χρηματοδότηση».
Ακόμη, ο Νίκος Ανδρουλάκης είπε ότι «θέλουμε κοινή εξωτερική πολιτική και κοινή πολιτική άμυνας», ενώ αναφερόμενος στο όραμα της ενωμένης Ευρώπης, είπε ότι «πρέπει να είναι ένα όραμα για μία καλύτερη ανθρωπότητα, την ανθρωπότητα της δικαιοσύνης, του σεβασμού στο κράτος δικαίου, την ανθρωπότητα που θα θέλει να έχει έναν άλλο δρόμο και στα θέματα της κλιματικής αλλαγής».
Ο Νεκτ. Φαρμάκης, αναφέρθηκε «στην αναγκαιότητα ενός αποτελεσματικού ευρωπαϊκού χρηματοδοτικού εργαλείου ενίσχυσης των δημοσίων επενδύσεων στις λιγότερο αναπτυγμένες περιφέρειες για την ενίσχυση του οικονομικού μετασχηματισμού τους».
Παράλληλα, παρατήρησε, πως «παρά το γεγονός ότι οι ελληνικές περιφέρειες ωφελήθηκαν σημαντικά από τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα, είναι οξύμωρο να διατίθενται τόσοι πόροι για την περιφερειακή σύγκλιση, αλλά ο στόχος να απομακρύνεται, καθώς μεγάλος αριθμός ευρωπαϊκών περιφερειών, ανάμεσά σε αυτές και το σύνολο σχεδόν των ελληνικών περιφερειών, αποκλίνει αντί να συγκλίνει».
Ακόμη επεσήμανε ότι «οι περιφερειακές πολιτικές πρέπει να μετουσιωθούν σε κεντρική ευρωπαϊκή στρατηγική».