Το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων έκρινε ομόφωνα αθώο τον πρώην εισαγγελέα και πρώην γενικό γραμματέα του ΣΔΟΕ, Γιάννη Διώτη, ο οποίος αντιμετώπιζε την κατηγορία του αδικήματος της απιστίας που αφορά την υπόθεση της μη αξιοποίησης της λίστας Λαγκάρντ, το 2012.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο υιοθέτησε πλήρως την αθωωτική πρόταση της εισαγγελέως Έδρας, η οποία αποδέχθηκε τον βασικό ισχυρισμό του κατηγορουμένου, πρώην εισαγγελέα, ότι το επίμαχο ηλεκτρονικό αρχείο είχε αποκτηθεί παράνομα και δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. Κατά την εισαγγελική λειτουργό, για τον κ. Διώτη δεν προέκυψε η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της απιστίας στην υπηρεσία που του αποδίδονταν και επίσης δεν προέκυψε βλάβη του Δημοσίου.
Πρωτόδικα, ο κ. Διώτης είχε καταδικαστεί σε κάθειρξη 10 ετών με αναστολή, με απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων το οποίο ομόφωνα τον έκρινε ένοχο, παρά την απαλλακτική πρόταση που είχε υποβάλει η εισαγγελέας Έδρας, η οποία είχε αποφανθεί πως ο πρώην συνάδελφος της δεν είχε δόλο στην απόφαση του να μην ερευνήσει το περίφημο ηλεκτρονικό αρχείο με τους 2.062 καταθέτες της ελβετική HSBC. Το δικαστήριο είχε στηρίξει την καταδίκη του κ. Διώτη στην παραδοχή, πως με την απόφαση του κατηγορούμενου να αγνοήσει το επίμαχο ηλεκτρονικό αρχείο, ευνοήθηκαν όσοι περιλαμβάνονταν στον επίμαχο κατάλογο, καθώς δεν ελέγχθηκαν για φοροδιαφυγή.
Ο κ. Διώτης, που είχε αναλάβει καθήκοντα επικεφαλής του ΣΔΟΕ το 2011, θέση στην οποία είχε διαδεχθεί τον Ιωάννη Καπελέρη, εξαρχής υποστήριζε ότι το υλικό της λίστας Λαγκάρντ ήταν μη αξιοποιήσιμο ως αποδεικτικό, αφού επρόκειτο για προϊόν υποκλοπής, «παρανόμως αποκτηθέν» στοιχείο.
Στο δικαστήριο, σήμερα (26/11), μεταξύ άλλων μαρτύρων, κατέθεσε και ο πρώην υπουργός, Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος, όπως και στην πρώτη δίκη, είπε πως η υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ κινήθηκε για πολιτικούς λόγους, ενώ τόνισε πως από τις αποφάσεις του κ. Διώτη δεν υπέστη ζημία το Δημόσιο. Σύμφωνα με τον κ. Βενιζέλο, ο κατηγορούμενος δεν είχε δόλο στις ενέργειες του αποσκοπώντας να ωφελήσει πρόσωπα που περιλαμβάνονταν στην λίστα. Ο μάρτυρας τόνισε πως το επίμαχο αρχείο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο ως έναυσμα για φορολογικούς ελέγχους, αλλά όχι ως βάση, καθώς ήταν παράνομο αποδεικτικό υλικό.
Στις καταθέσεις τους στο δικαστήριο, πρώην στελέχη του ΣΔΟΕ αναφέρθηκαν σε πολιτικές πιέσεις να ελεγχθούν γρήγορα τα στοιχεία και επεσήμαναν πως πρόσωπα που υπήρχαν στη λίστα Λαγκάρντ περιλαμβάνονταν και σε άλλες νόμιμες λίστες ελεγχόμενων για φοροδιαφυγή.
Στην απολογία του, ο πρώην επικεφαλής του ΣΔΟΕ αναφέρθηκε σε «θόρυβο λαϊκιστικής ανευθυνότητας» που είχε ξεσπάσει σχετικά με το θέμα της λίστας, ενώ είπε χαρακτηριστικά: «Με ρωτάτε έγινε έλεγχος; Και αν έγινε δε θα το έλεγα ποτέ, διότι έτσι υπονομεύω τις έρευνες. Προτίμησα να ακολουθήσω νόμιμη οδό, διέταξα τον μεγαλύτερο έλεγχο καταθέσεων που έγινε ποτέ στη χώρα, σε αυτούς τους ελέγχους περιλαμβανόταν και πρόσωπα από την λίστα Φαλτσιανί (σσ Λίστα Λαγκάρντ). Το ωφέλησα, δεν το έβλαψα το Δημόσιο με αυτά».
Με την έναρξη της σημερινής (26/11) διαδικασίας, ο κ. Διώτης δήλωσε στο δικαστήριο πως «επί επτά και πλέον έτη σύρομαι ως κακούργος άδικα. Η εναντίον μου κατηγορία δεν είναι απλά αβάσιμη, αλλά και παράνομη. Εγώ δεν παρέβη τον νόμο. Τήρησα τον νόμο».
Για την υπόθεση της λίστας είχε απαγγελθεί, αρχικά, κατηγορία και σε βάρος του κ. Καπελέρη, ο οποίος επόπτευε το ΣΔΟΕ το 2010 όταν παρελήφθη από το γαλλικό υπουργείο Οικονομικών το αρχείο, στην πορεία όμως απαλλάχθηκε καθώς το αρμόδιο δικαστικό Συμβούλιο δέχθηκε πως δεν παρέλαβε ποτέ επισήμως από τον προϊστάμενό του, τότε υπουργό Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου, το εν λόγω υλικό.