Η δολοφονία της Άννας έρχεται να επιβεβαιώσει τα ευρήματα διεθνών μελετών, που θέλουν τα διεμφυλικά (transgender) άτομα όχι μόνον να βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο να υποστούν κάποια μορφή σωματικής ή σεξουαλικής βίας, αλλά και να συγκεντρώνουν αυξημένες πιθανότητες πολυ-θυματοποίησης (polyvictimization), όπως ορίζεται η έκθεση σε πολλαπλούς τύπους βίας, κατά τη διάρκεια της ζωής τους.
Η Άννα ήταν ταυτόχρονα και διεμφυλική και μετανάστρια, «ξένη» στην Ελλάδα, αντιμετωπίζουσα τους φραγμούς πολλαπλών αποκλεισμών, επιβεβαιώνοντας τραγικά τις στατιστικές, επιστημονικές παρατηρήσεις πως τα πιο περιθωριοποιημένα τμήματα των διεμφυλικών κοινοτήτων (όπως για παράδειγμα οι ΛΟΑΤΚΙ πρόσφυγες ή μετανάστες) συγκεντρώνουν και τις μεγαλύτερες πιθανότητες να βιώσουν πολυ-θυματοποίηση.
Το μιντιακό απείκασμα εγκλημάτων αυτού του είδους διαμορφώνει τις αντιλήψεις της κοινής γνώμης για τα θύματα και για τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων στις οποίες ανήκουν. Για τα διεμφυλικά άτομα, που, προφανώς, βρίσκονται αντιμέτωπα με αυξημένες ανισότητες και στιγματισμό, η κάλυψη των ΜΜΕ μπορεί να ενισχύσει τα αρνητικά στερεότυπα και να υποβαθμιστεί το ευρύτερο πλαίσιο προβληματισμού της διεμφυλικοφοβικής βίας (transphobic violence).
Διεθνείς έρευνες υπογραμμίζουν τη σημασία του τρόπου με τον οποίον προσεγγίζονται οι θετικές και οι αρνητικές αναπαραστάσεις των θυμάτων εγκλημάτων αυτού του είδους, στη δημόσια σφαίρα, σε συνδυασμό με τη χρήση της δημοσιογραφικής γλώσσας που επιβεβαιώνει και απονομιμοποιεί τις διεμφυλικές ταυτότητες και την παγίωση της διεμφυλικοφοβίας (transphobia) ως συστημικού προβλήματος.
Το μίσος ως αιτία
Έρευνες προσδιορισμού της συχνότητας και των χαρακτηριστικών των βίαιων εγκλημάτων μίσους (όπως αυτό που συντελέστηκε με θύμα την Άννα), εναντίον λεσβιών, ομοφυλόφιλων ανδρών, αμφιφυλόφιλων και διεμφυλικών (LGBT) στις Ηνωμένες Πολιτείες, αποκαλύπτουν ότι μέλη της LGBT κοινότητας συγκεντρώνουν περισσότερες πιθανότητες να πέσουν θύματα εγκλημάτων μίσους, σεξουαλικού προσανατολισμού –όπως η ειδεχθής δολοφονία της Άννας που απασχολεί την επικαιρότητα στη χώρα μας, τις τελευταίες ημέρες– ή έμφυλης προκατάληψης.
Την ίδια στιγμή, οι ΛΟΑΤΚΙ+ συνάνθρωποί μας είναι λιγότερο πιθανό να πέσουν θύματα ρατσιστικών εγκλημάτων λόγω χρώματος φυλής και εθνικότητας, εν συγκρίσει με τα μη ΛΟΑΤΚΙ+ θύματα εγκλημάτων μίσους. Τα LGBT θύματα εγκλημάτων μίσους, συγκρινόμενα με μη-LGBT άτομα που υπέστησαν ανάλογες εγκληματικές επιθέσεις, ήταν πιθανότερο να είναι νεαρότερης ηλικίας και να βρίσκονται σε ερωτική σχέση με τον δράστη, ο οποίος ήταν πιθανότερο να ανήκει στη λευκή φυλή.
Την ίδια στιγμή, συγκρίνοντας LGBT θύματα εγκλημάτων που δεν θα χαρακτηρίζονταν ως «εγκλήματα μίσους», σε αντιπαραβολή με αντίστοιχους πληθυσμούς LGBT ατόμων που έπεσαν θύματα «εγκλημάτων μίσους», παρατηρήθηκε ότι οι τελευταίοι ανέφεραν, συχνότερα, προβλήματα σχετιζόμενα με την κοινωνική τους ζωή, την έκφραση αρνητικών συναισθηματικών απαντήσεων και σωματικών συμπτωμάτων ψυχολογικής δυσφορίας.
Τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς πως τα «εγκλήματα μίσους» έχουν έντονα αρνητικά αποτελέσματα στη σωματική και ψυχολογική κατάσταση των θυμάτων, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να διασφαλίσουμε πως τα LGBT άτομα που βιώνουν «εγκλήματα μίσους» θα λαμβάνουν όλες τις απαραίτητες υπηρεσίες υποστήριξης.
Έμφαση θα πρέπει να δοθεί και στις γυναίκες οι οποίες ανήκουν σε σεξουαλικές μειονότητες (sexual minority women - SMW) και στις διεμφυλικές γυναίκες, καθώς παρότι τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί σημαντικά η «κοινωνική ορατότητα» αμφοτέρων των κατηγοριών, με σημαντική πρόοδο σε ό,τι αφορά στην εξασφάλιση των δικαιωμάτων τους, εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σημαντικά επίπεδα διακρίσεων, στίγματος και φυσικής βίας.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα κάθε μία από αυτές τις ιδιαίτερες ομάδες να αντιμετωπίζει μία μεγάλη ποικιλία επιβαρύνσεων στην υγεία της, συμπεριλαμβανομένης της εκδήλωσης ψυχικών ασθενειών και διαταραχών χρήσεως ουσιών. Σε κάθε περίπτωση, τόσο οι SMW όσο και οι διεμφυλικές γυναίκες έχει προσδιορισθεί ότι βιώνουν υψηλότερα ποσοστά διαταραχών του συναισθήματος και αγχωδών διαταραχών, αυτοκτονικότητας και διαταραχών χρήσης ουσιών, συγκρινόμενες με αντίστοιχες ετεροφυλόφιλες και ταυτοφυλικές (cisgender).
Την τελευταία δεκαετία παρατηρείται αυξημένο επιστημονικό ενδιαφέρον όχι μόνον για την αμφιφυλοφιλία - αμφισεξουαλικότητα, αλλά και για την πανσεξουαλικότητα (pansexuality) και για άλλες πολυ-σεξουαλικές (plurisexual) ταυτότητες που ο προσδιορισμός τους εμπεριέχει την έλξη προς «πολλαπλά φύλα» («multiple genders») ή την έλξη ανεξαρτήτως φύλου.
Ψυχολογική δυσφορία
Τα εντονότερα αισθήματα συναίσθησης του στίγματος στις πανσεξουαλικές γυναίκες αποτελούν μία συναισθηματική οδό που οδηγεί σε υψηλότερο κίνδυνο ψυχολογικής δυσφορίας και σε χαμηλότερα επίπεδα ευδαιμονίας. Παράλληλα, οι ερευνητές συμπεραίνουν πως τα υψηλότερα επίπεδα κοινωνικής ευρύτητας και κοινοτικής διεπαφής που εμφανίζουν οι πανσεξουαλικές γυναίκες δύνανται να αντισταθμίζουν τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις της αυξημένης βίωσης του όποιου στίγματος.
Οι αμφιφυλόφιλες γυναίκες και τα αμφιφυλόφιλα/πανσεξουαλικά άτομα, ευρύτερα, αναφέρουν σταθερά χειρότερα επίπεδα ψυχικής υγείας, με υψηλότερη συχνότητα αγχωδών και καταθλιπτικών διαταραχών, εν σχέσει με αντίστοιχους πληθυσμούς λεσβιών ομοφυλόφιλων ανδρών και ετεροφυλοφιλικών ατόμων. Το κυρίαρχο μοτίβο είναι πως οι αμφιφυλόφιλες γυναίκες τα πηγαίνουν χειρότερα, εν συγκρίσει με όλες τις άλλες εκδηλούμενες «σεξουαλικότητες» ως προς τους δείκτες ψυχικής υγείας.
Οι λόγοι που αυτό συμβαίνει φαίνεται να συνδέονται με την περιθωριοποίηση της αμφιφυλοφιλίας με πολύπλοκους και αμφίδρομους τρόπους, οι οποίοι περιλαμβάνουν τις πολλαπλές διακρίσεις τόσο από τις λεσβιακές κοινότητες όσο και από τις κοινότητες των ομοφυλόφιλων/ετεροφυλόφιλων, μαζί με άλλες μορφές περιθωριοποίησης όπως ο ρατσισμός, ο σεξισμός ή ο «ικανοτισμός» («disablism») και με τον αντίκτυπό τους σε ατομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά επίπεδα, που μπορεί να έχουν στη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου.
Με όρους αξιολόγησης του φίλου του/της συντρόφου, οι αμφιφυλόφιλες+ (bisexual+) γυναίκες, οι οποίες ήταν σε σχέση με λεσβίες ταυτοφυλικές γυναίκες, εμφάνιζαν μειωμένες τιμές καταθλιπτικών συμπτωμάτων σε σύγκριση με όσες ήταν μόνες τους ή είχαν συνάψει σχέση με ετεροφυλόφιλους, ταυτοφυλικούς άνδρες.
Χρήση ουσιών
Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί πως οι αμφιφυλόφιλες γυναίκες βρίσκονται σε υψηλότερο κίνδυνο χρήσης οποιοειδών και άλλων παράνομων ουσιών, σε σύγκριση με τις ετεροφυλόφιλες γυναίκες, αποτέλεσμα το οποίο δεν φαίνεται να είναι τόσο ισχυρό σε ό,τι αφορά στη σχέση τους με το αλκοόλ.
Ανασκοπικές μελέτες υποστηρίζουν πως αμφότερες οι αμφιφυλόφιλες και οι λεσβίες είχαν περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν διαταραχές κατάχρησης αλκοόλ, σε σύγκριση με άλλες πληθυσμιακές ομάδες, την ίδια στιγμή που αντίστοιχες έρευνες εμφανίζουν τις αμφιφυλόφιλες γυναίκες με υψηλότερα ποσοστά επιβλαβούς ή υπερβολικής χρήσης αλκοόλ (binge drinking) σε σχέση με τις λεσβίες.
Οι μηχανισμοί που δύνανται να εξηγήσουν τα παραπάνω φωτογραφίζουν τη χρήση του αλκοόλ ως μία στρατηγική αντιμετώπισης της αμφι-αρνητικότητας/αμφιφυλοφιλοφοβίας (binegativity/biphobia) με την οποία έρχονται αμφίδρομα κοινωνικά αντιμέτωπες οι αμφιφυλόφιλες γυναίκες. Σημειώνεται, δε, πως και ο αυτοκτονικός ιδεασμός προσδιορίζεται υψηλότερος στις αμφιφυλόφιλες γυναίκες, σε σχέση και με τις ετεροφυλόφιλες και με τις λεσβίες.
Απαιτείται, λοιπόν, συγκροτημένη και διαρκής προσπάθεια, στο πλαίσιο της συμπεριληπτικότητας, για τη συνεπή και αποτελεσματική αντιμετώπιση των ψυχοπιεστικών συνθηκών τις οποίες αντιμετωπίζουν οι διάφορες σεξουαλικές μειονότητες και όχι η αποσπασματική έκφραση ευαισθησίας μόνο όταν έρχονται στο φως αποτρόπαια εγκλήματα όπως αυτό που είχε πρόσφατο θύμα του την Αννα.