Είναι κρίσιμο για την Ελλάδα να επιδείξει δημοσιονομική υπευθυνότητα ώστε να μη μεγεθύνει το πρόβλημα στην οικονομία που προκαλεί η αβεβαιότητα του πολέμου στην Ουκρανία, επισημαίνει σε συνέντευξή του στη «Ν» ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή Φραγκίσκος Κουτεντάκης.
Επίσης τονίζει πως οι δημοσιονομικοί περιορισμοί τίθενται από τις συνθήκες που διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, ενώ εξηγεί γιατί πρέπει τα μέτρα στήριξης να είναι στοχευμένα.
Κύριε Κουτεντάκη, ποιο είναι το όριο του πληθωρισμού που μπορεί να αντέξει η ελληνική οικονομία; Με δεδομένη την ακρίβεια που διογκώνεται, πώς θα μπορέσουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις να αντεπεξέλθουν;
«Δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο ύψος πληθωρισμού μέχρι το οποίο αντέχει μια οικονομία, άλλωστε ο πληθωρισμός δεν πρέπει να εξετάζεται μόνος του αλλά σε συνάρτηση με τους μισθούς και τον ξένο πληθωρισμό. Αν οι ονομαστικοί μισθοί ακολουθούν την αύξηση των τιμών, τότε οι πραγματικοί μισθοί, δηλαδή η αγοραστική δύναμη των μισθωτών, παραμένουν σταθερό μέγεθος. Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι πολλές κατηγορίες πολιτών θα υποστούν σοβαρές εισοδηματικές απώλειες. Όλοι αυτοί θα πρέπει να υποστηριχθούν από τον κρατικό προϋπολογισμό και η ανάγκη θα γίνεται εντονότερη όσο διατηρούνται οι υψηλές τιμές, ιδίως στην ενέργεια. Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη ότι το κράτος δεν μπορεί να αντισταθμίσει πλήρως αυτές τις απώλειες και θα πρέπει να τεθούν προτεραιότητες».
Στην τριμηνιαία έκθεσή του, το Γραφείο Προϋπολογισμού τάσσεται υπέρ της λήψης στοχευμένων και όχι οριζόντιων μέτρων για τη στήριξη της κοινωνίας, όπως -για παράδειγμαστο θέμα των καυσίμων. Μήπως όμως έτσι και πάλι επωφεληθεί η λεγόμενη «μαύρη οικονομία», εκείνοι που μπορούν και αποκρύπτουν έσοδα και όχι οι μισθωτοί, που παραμένουν τα συνήθη υποζύγια;
«Τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί εργαλεία που μπορούν να διακρίνουν τις ευάλωτες κατηγορίες του πληθυσμού και έχουν χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένες παρεμβάσεις (όπως το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης). Το γεγονός ότι τα εργαλεία αυτά έχουν τα προβλήματά τους δεν σημαίνει ότι πρέπει να τα απορρίψουμε συλλήβδην επειδή μπορεί εν μέρει να ωφελήσουν την παραοικονομία. Η εναλλακτική λύση, δηλαδή τα οριζόντια μέτρα, έχουν πολύ σοβαρότερα προβλήματα: υψηλό δημοσιονομικό κόστος, αμφίβολη επίδραση στις τελικές τιμές και παροχή στήριξης ακόμα και σε εκείνους που δεν έχουν ανάγκη. Εφόσον δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις, καλύτερα να επιλέξουμε εκείνες που προκαλούν τις μικρότερες στρεβλώσεις».
Το ΓΠΚΒ σας χτυπάει επίσης «καμπανάκι» για τα δημοσιονομικά λόγω των επεκτατικών πολιτικών για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
«Στη διετία 2020-21 τα κράτη όλου του κόσμου κλήθηκαν να παρέμβουν για να μετριάσουν τις σοβαρές διαταραχές στις ιδιωτικές τους οικονομίες. Στην Ελλάδα οι παρεμβάσεις αυτές κόστισαν σχεδόν 30 δισ. ευρώ που προστέθηκαν στο ήδη υψηλό δημόσιο χρέος. Αυτό δεν αποτελούσε πρόβλημα βραχυπρόθεσμα, όσο δηλαδή διατηρούνταν το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ και η αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας. Ήδη όμως από τον περασμένο Νοέμβριο, όταν διαφάνηκε η σταδιακή εξομάλυνση της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, τα επιτόκια των κρατικών ομολόγων άρχισαν να αυξάνονται και τα spread των ελληνικών τίτλων να διευρύνονται. Οι διαταραχές που προκάλεσε ο πόλεμος επαναφέρουν σε υπερθετικό βαθμό την οικονομική αβεβαιότητα και αυτό πιθανότατα θα εκφραστεί σε αυξημένα επιτόκια για τις χώρες που παρουσιάζουν μεγαλύτερο ρίσκο. Είναι κρίσιμο επομένως για τη χώρα μας να επιδείξει δημοσιονομική υπευθυνότητα ώστε να μη μεγεθύνει το πρόβλημα».
Αυτό δεν αλλάζει εφόσον στην Ευρώπη εξετάζεται ακόμη και η παράταση της λεγόμενης «ρήτρας διαφυγής» από το Σύμφωνο Σταθερότητας και για το 2023;
«Φοβάμαι ότι συχνά κάνουμε το λάθος να θεωρούμε ως δημοσιονομικούς περιορισμούς αυτούς που θέτει κάθε φορά το Σύμφωνο Σταθερότητας ή κάποια άλλη πολιτική συμφωνία. Στην πραγματικότητα οι δημοσιονομικοί περιορισμοί τίθενται από τις συνθήκες που διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους».
Πηγή: naftemporiki.gr