Το ύψος του κατώτατου μισθού θα καθοριστεί με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου τη Δευτέρα. Έτσι προβλέπει ο νόμος 4172/2013 και αυτή η διαδικασία ακολουθήθηκε και επί ΣΥΡΙΖΑ το 2019.
Πριν από την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, έχουν προηγηθεί τοποθετήσεις τόσο των κοινωνικών εταίρων όσο και επιστημονικών ινστιτούτων και ιδρυμάτων, όπως η Τράπεζα της Ελλάδος, το ΚΕΠΕ κ.λπ. Το μοντέλο αυτό εφαρμόζεται σε 13 από τις 21 χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης που έχουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό, διότι οι υπόλοιπες δεν έχουν.
Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση λαμβάνει υπόψη της τις προτάσεις των εργοδοτών, των εργαζομένων, των ινστιτούτων και των ειδικών που περιγράφει ο νόμος και καταλήγει στη δική της πρόταση με βάση την οικονομική συγκυρία, τις αντοχές της οικονομίας και τις προοπτικές της χώρας. Με κλαδικές και άλλες συμβάσεις δεν αποκλείεται φυσικά περαιτέρω αύξηση των μισθών.
Αυτή την ώρα, ο κατώτατος μισθός στον ιδιωτικό τομέα είναι 650 ευρώ, χωρίς να υπολογιστούν τα δώρα, ποσό που τελικά αντιστοιχεί σε 758 ευρώ με 12 μηνιαίες καταβολές. Στο ποσό αυτό υπάρχουν προσαυξήσεις που αντιστοιχούν σε τριετίες για υπαλλήλους που είχαν προσληφθεί πριν από το 2012. Οι προσαυξήσεις για τους εν λόγω υπαλλήλους ξεκινούν από 10% και φτάνουν το 30%. Ολα αυτά τοποθετούν την Ελλάδα να είναι 11η σε σχέση με τις 21 χώρες της ΕΕ που έχουν κατώτατο μισθό και 13η, εάν ληφθεί υπόψη η αγοραστική δύναμη.
Η πανδημία έθεσε την ελληνική οικονομία σε τροχιά ύφεσης. Η μείωση του ΑΕΠ για το 2020 ανήλθε σε 8,2%. Η παραγωγικότητα για τον ίδιο λόγο μειώθηκε κατά 6,9%. Ενώ το μοναδιαίο κόστος εργασίας αυξήθηκε κατά 7,6%. Από την άλλη πλευρά, για το 2021 και το 2022, τόσο το υπουργείο Οικονομικών όσο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπουν θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης – 3,6% το υπουργείο Οικονομικών και 4,2% η Ευρωπαϊκή Επιτροπή -, μικρή αύξηση της απασχόλησης, σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας και μια κάποια αύξηση του επιπέδου τιμών.
Στη διετία που έχει περάσει από τις τελευταίες εκλογές, η κυβέρνηση στήριξε 3 εκατομμύρια εργαζόμενους και ανέργους με ένα ποσό που αντιστοιχεί σε περισσότερα από 8 δισεκατομμύρια ευρώ για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της πανδημίας. Δεν επαιρόμαστε για αυτό. Στις δυσκολίες όμως κάναμε ό,τι μπορούσαμε για τη στήριξη των εργαζομένων και των ανέργων. Την ίδια στιγμή, με τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων που εφάρμοσε η κυβέρνηση, επήλθε αύξηση της αγοραστικής τους δύναμης κατά 1,63%.
Αυτά είναι τα στοιχεία. Δεν έχω αυταπάτες ότι, όποια και να είναι η απόφαση της κυβέρνησης τη Δευτέρα, η αντιπολίτευση θα μας κατηγορήσει για αναλγησία.
Δεν θέλω να υπενθυμίσω την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, αλλά και τη μείωση του αφορολόγητου ορίου επί ΣΥΡΙΖΑ που οδήγησε σε αντίστοιχη μείωση του εισοδήματος των εργαζομένων. Θέλω όμως να υπογραμμίσω ότι οι εργαζόμενοι αντιλαμβάνονται τόσο τη στήριξη που είχαν από τη δική μας κυβέρνηση σε συνθήκες μιας πρωτοφανούς κρίσεως όσο και ότι μόνο σε αυτή την κυβέρνηση μπορούν να ελπίζουν. Ξέρουν οι εργαζόμενοι ότι, παρά τις συνέπειες της κρίσης του κορωνοϊού, η κυβέρνηση πορεύεται με γνώμονα τη σταθερή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του κόσμου της εργασίας, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τις ανάγκες της οικονομίας.
Μόνο η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας μπορεί να εγγυηθεί μία θετική προοπτική για τους εργαζομένους, διότι πολύ απλά έχει αποδείξει ότι μπορεί να εγγυηθεί τη στήριξη των επενδύσεων, τις θέσεις εργασίας, την προοπτική μιας σταθερής οικονομικής ανάπτυξης και, επομένως, την προοπτική βελτίωσης του εισοδήματος των εργαζομένων. Οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι δεν ζητούν συνθήματα και μεγάλα λόγια. Ζητούν σοβαρή και πραγματικά αναπτυξιακή οικονομική πολιτική!
*Το άρθρο του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων δημοσιεύθηκε σήμερα στην εφημερίδα «Τα Νέα»