Το κοινωνικό άγχος, ως αποτέλεσμα της πανδημίας του κορωνοϊού, φαίνεται να επηρεάζει σοβαρά την ψυχική υγεία και τις σωματικές λειτουργίες των υγιών ατόμων ενώ ταυτόχρονα αποτελεί αθροιστικό παράγοντα κινδύνου σε ασθενείς που πάσχουν από υποκείμενα ψυχικά και σωματικά νοσήματα.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουν μελέτες που πραγματοποιήθηκαν με πρωτοβουλία Πανεπιστημιακών Ιατρών της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) καθώς και άλλων Ιατρών από την ελληνική και ευρωπαϊκή επιστημονική κοινότητα σχετικά με την επίδραση της πανδημίας COVID-19 στην ψυχοκοινωνική υγεία του γενικού πληθυσμού και των επαγγελματιών υγείας. Οι μελέτες δημοσιεύτηκαν σε διεθνή ιατρικά επιστημονικά περιοδικά και συγκεκριμένα στα Oncology Letters και Experimental and Therapeutic Medicine.
Στόχος των τριών ερευνητικών εργασιών ήταν η επίδραση του οξέος και χρόνιου stress σε ελληνικό και παγκόσμιο επίπεδο κατά την περίοδο της πανδημίας COVID-19 α) στη σωματική και ψυχική υγεία των υγειονομικών (ιατρών και νοσηλευτών), β) στα υποκείμενα ψυχικά και σωματικά νοσήματα σε πληθυσμό πασχόντων και γ) στην αποτελεσματικότητα των θεραπευτικών παρεμβάσεων σε ασθενείς με σοβαρά υποκείμενα νοσήματα (νευρολογικά, ψυχιατρικά, ογκολογικά, καρδιαγγειακά, μεταβολικά κλπ). Επιπλέον, αναφορά έγινε και σε ανάλογη εμπειρία από προηγούμενες πανδημίες (MERS και SARS) στους αντίστοιχους πληθυσμούς.
Ειδικότερα, αντικείμενο μελέτης αποτέλεσε η επίδραση των ψυχοκοινωνικών επιπτώσεων την περίοδο της πανδημίας όπως το χρόνιο άγχος, οι διαταραχές ύπνου, τα φοβικά συμπτώματα πιθανής έκθεσης και νόσησης, τα συμπτώματα κατάθλιψης και τα ενοχικά συναισθήματα στο υγειονομικό προσωπικό κατά τη διαλογή και διαχείριση νοσούντων και ύποπτων κρουσμάτων στα επείγοντα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων, στους θαλάμους νοσηλείας και στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας. Το στρες κατά την πανδημία COVID-19 φαίνεται ότι μπορεί να επηρεάσει προ-υπάρχουσες σωματικές νόσους πυροδοτώντας μια επιδείνωση της κλινικής εικόνας ή την εμφάνιση ψυχοσωματικών εκδηλώσεων. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε και στον ενδεχόμενο κίνδυνο ‘στιγματοποίησης’ των ασυμπτωματικών φορέων και πασχόντων ανάμεσα στους υγειονομικούς, αλλά και σε ασθενείς με υποκείμενα ψυχικά και σωματικά νοσήματα.
Επιπρόσθετα, ειδική αναφορά έγινε σε ογκολογικούς ασθενείς που λόγω της υποκείμενης ανοσοκαταστολής, αποτελούν ευάλωτο πληθυσμό σε λοιμώξεις και ειδικότερα στη λοίμωξη από τον ιό SARS-CoV-2. Οι θεράποντες ογκολόγοι καλούνται να λάβουν δύσκολες αποφάσεις και πρωτοβουλίες όσον αφορά στην τροποποίηση ή μη των θεραπευτικών πρωτοκόλλων κατά την διάρκεια της COVID-19 πανδημίας με στόχο την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των ευάλωτων ασθενών με καρκίνο με σύγχρονο γνώμονα την ασφάλεια τους.
Η ανάγκη για εναλλακτικές στρατηγικές θεραπευτικών παρεμβάσεων, όπως η χρήση τηλε-ιατρικής με στόχο την προφύλαξη ασθενών από ενδεχόμενη έκθεση και ταυτόχρονη επίτευξη άμεσης επικοινωνίας, κρίνονται πλέον επιτακτικές. Επιπλέον, ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις με τη βοήθεια σύγχρονων τεχνολογιών είναι δυνατόν να συμβάλλουν στη μείωση του άγχους που επιτείνεται από την κοινωνική αποστασιοποίηση, τον παρατεταμένο εγκλεισμό και τις ενδεχόμενες καθυστερήσεις στη θεραπεία λόγω της πανδημίας COVID-19.
Συμπερασματικά, η πανδημία COVID-19 φαίνεται να αποτελεί μια σοβαρή πρόκληση σε υγειονομικό και όχι μόνο επίπεδο, που οδηγεί τους ιατρούς σε δύσκολες αποφάσεις και διλήμματα και δοκιμάζει την αντοχή, την ποιότητα και την ασφάλεια των υγειονομικών συστημάτων σε διεθνές επίπεδο.
Επιπρόσθετα, το κοινωνικό άγχος ως αποτέλεσμα της παρούσας πανδημίας, φαίνεται να επηρεάζει σοβαρά την ψυχική υγεία και τις σωματικές λειτουργίες των υγιών ατόμων ενώ ταυτόχρονα αποτελεί αθροιστικό παράγοντα κινδύνου σε ασθενείς που πάσχουν από υποκείμενα ψυχικά και σωματικά νοσήματα.
Τέλος, στόχος της ιατρικής κοινότητας είναι η διάγνωση και θεραπεία του χρόνιου άγχους με σκοπό την μείωση της ψυχικής και σωματικής νοσηρότητας, με τη χρήση ειδικών θεραπευτικών διεπιστημονικών πρωτοκόλλων και εν τέλει την πληρέστερη διαχείριση και αντιμετώπιση των σημαντικών υγειονομικών επιπτώσεων της πανδημίας COVID-19 στον γενικό πληθυσμό.