Από την Πέμπτη 28 Ιανουαρίου, ο Καναδάς αποκαλύφθηκε πως είναι μία χώρα όπου κυριαρχεί παντού η ιταλική εγκληματική οργάνωση Ντραγκέτα. Όχι ότι η Μαφία δεν ήταν παρούσα σε κάθε οικονομικό και κοινωνικοπολιτικό τομέα, όμως εκείνη την ημέρα ο δικαστής Μπράιαν Ο’ Μάρα επισήμως καταδίκαζε τον τοπικό «νονό» του Μπράντφορντ, στο Τορόντο, τον 64χρονο Τζουζέπε (Πίνο) Ουρσίνο σε κάθειρξη έντεκα χρόνων και έξι μηνών για διακίνηση ναρκωτικών και πάνω απ’ όλα για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης.
Η καταδίκη έγινε δυνατή χάρις στην επιχείρηση «Σχέδιο ΟΦοίνιξ», που άρχισε το 2014 και κατέληξε τον Ιούνιο του 2015 σε δεκαεννέα συλλήψεις, αποκαλύπτοντας το δίκτυο διακίνησης ναρκωτικών μεταξύ Καναδά, Τζαμάικας, Κόστα Ρίκα και Δομηνικανής Δημοκρατίας.
Παρά το μονοπώλιο της Μαφίας στο οργανωμένο έγκλημα, κανένα μέλος της, ή «αρχινονός» της δεν είχε καταδικασθεί ποτέ πριν, καθώς οι διωκτικές Αρχές ουδέποτε είχαν κατορθώσει άνθρωπός τους να διεισδύσει στα άδυτα της οργάνωσης. Μέχρις ότου ο Κάρμινε Γκουΐντο άλλαξε τα πάντα.
Βέβαια θα πρέπει να τονισθεί, πως ο 47χρονος άνδρας, με καταγωγή από την Καλαβρία, δεν ήταν ένας νομοταγής πολίτης. Το αντίθετο μάλιστα: ήταν τοξικοεξαρτημένος κι εθισμένος στον τζόγο, με το ποινικό του μητρώο να είναι πλούσιο σε καταδίκες για απάτες, τοκογλυφία, ένοπλες ληστείες. «Ήμουν τρόπον τινά εκτελεστικό όργανο, ποτέ ένα μέλος, για εμένα είχε “εγγυηθεί” στον αρχινονό όλων των οικογενειών, ο δικός μου αρχηγός Πίνο Ουρσίνο», όπως συνέβαινε και στην πλοκή της γνωστής κινηματογραφικής ταινίας «Ντόνι Μπράσκο».
Συνεπώς, ο Γκουΐντο ήταν εξωτερικό στέλεχος της οργάνωσης, χωρίς τα προνόμια και τους βαθμούς των καθαυτών στελεχών αλλά και χωρίς δεσμούς αίματος με τα άλλα μέλη των συμμοριών. Άρα, ήταν λοιπόν ένα «καλόπαιδο» για τη βρώμικη δουλειά κι αναλώσιμος εάν το απαιτούσε η περίσταση. «Όσο τους φέρνεις κέρδη είσαι χρήσιμος, μετά δεν σε χρειάζονται πια», δήλωσε στο δικαστήριο ο Γκουΐντο.
Όπως εξηγεί ο ίδιος, «ο Πίνο ήταν σαν ο αρχιμάστορας σε ομάδα οικοδόμων. Η Ντραγκέτα είναι σύλλογος συμμοριών, δομημένων σε οικογενειακή βάση, με καταγωγή από την Καλαβρία. Κάθε συμμορία έχει τον αρχηγό της και δραστηριοποιείται στο εσωτερικό μίας ενιαίας δομής και λογοδοτεί στο Συμβούλιο Ελέγχου (του συντονιστικού οργάνου, που διοικείται από τον πιο σημαντικό αρχηγό). Στο Οντάριο, η Ντραγκέτα βρίσκεται στην κορυφή της διατροφικής αλυσίδας του οργανωμένου εγκλήματος».
Ο Γκουΐντο εξηγεί πως ήταν ο διαρκής φόβος, ως αναλώσιμος να τον βγάλουν από τη μέση, εκείνος που τον οδήγησε να θελήσει να συνεργασθεί με την Αστυνομία. Στη δικαστική αίθουσα δήλωσε πως οι ημέρες του ήσαν μετρημένες εξαιτίας των «λαθών» που διέπραττε λόγω του εθισμού του στα ναρκωτικά. «Είχα φτύσει καταπρόσωπο ένα σημαντικό στέλεχος της οργάνωσης στη διάρκεια μίας διαφωνίας», μετά «είχα πυροβολήσει ένα μέλος συμμορίας μοτοσυκλετιστών», ή «είχα εξαπατήσει έναν έμπορο που αγνοούσα πως προστάτευε ένα μέλος της τοπικής οργάνωσης».
Όμως το πιο μεγάλο λάθος ήσαν τα κολοσσιαία χρέη που συσσώρευε από τα τυχερά παιχνίδια απέναντι σε μεγάλα κεφάλια των συμμοριών, τα οποία ουδέποτε θα μπορούσε να αποπληρώσει. Λεφτά, που στην ουσία χρώσταγε στον επικεφαλής της «Ελεγκτικής Επιτροπής», που επονομάζεται «Ο Εκλεκτός» (The Chosen).
Αυτός είναι ο Κόζιμο Κομίσο, που συνδέεται με τους Κομίσο του Σιντέρνο, στη Λοκρίδα της Καλαβρίας και που σύμφωνα με τις διωκτικές Αρχές ελέγχει το Τορόντο μέσω των δύο εξαδέλφων του Τζουζέπε (ο επιλεγόμενος «Ου Μαέστρου») και Αντόνιο Κομίσο. Μάλιστα θεωρείται πως ο Κόζιμο ήταν «το μεγάλο ψάρι» που πιάστηκε στην επιχείρηση «ΟΦοίνιξ», όμως κατόρθωσε να βγει αλώβητος—παρ’όλο που στο δικαστήριο ο Κάρμινε Γκουΐντο διηγήθηκε πώς τον απειλούσε ανοικτά εκείνον και όλη του την οικογένεια.
Όταν ο Γκουΐντο κατάλαβε πως δεν επρόκειτο να του ξεπληρώσει τα χρέη, ως όφειλε, στράφηκε Ατις αρχές. Ήταν το 2013 και έκτοτε η BMW του μετατράπηκε σε κινητό σταθμό παρακολούθησης, με μικρόφωνα και τηλεκάμερες. Για δύο χρόνια καταγράφονταν όλες οι συναντήσεις, συνομιλίες και κάθε αποστολή που του ανέθετε η Ντράγκετα. Συνολικά στα χέρια των Αρχών βρίσκονται 247 φάκελλοι με υλικό.
Στα δύο τούτα χρόνια υπήρξαν δύο διαλείμματα στη συνεργασία του με τις Αρχές: το πρώτο, ήταν συννενοημένο προκειμένου να ακολουθήσει πρόγραμμα απεξάρτησης από τα ναρκωτικά για τρεις μήνες. Το δεύτερο ήταν για ένα επτάμηνο, όταν ο Γκουΐντο ξανάρχισε τη δραστηριότητά του ως γκάνκγστερ, «προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα για τη μετέπειτα ζωή του, ως προστατευόμενος μάρτυρας», όπως εξήγησε ο ίδιος στο δικαστήριο. «Εκείνο το διάστημα κέρδισα περίπου 800.000 δολάρια από τα ναρκωτικά, που μου χρειάζονταν για το μέλλον, δεδομένου ότι κανείς δεν θα θέλει να έχει την οποιαδήποτε σχέση μαζί μου».
Στη συνέχεια επέστρεψε στη «φωλιά», χάρις στη μηνιαία επιχορήγηση των 15.000 δολαρίων από την Αστυνομία, στην οποία θα πρέπει να προστεθεί και το κόστος συντήρησης της BMW και του ακριβού διαμερίσματός του («έπρεπε να δίνω την εντύπωση του ‘σοβαρού και αξιόπιστου’ γκάνγκστερ», δήλωσε). Κατόρθωσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Ουρσίνο χάρις στους ξυλοδαρμούς, τους εκβιασμούς και άλλες δουλειές που αναλάμβανε για λογαριασμό του. Σύντομα ανέβηκε στην ιεραρχία, έως ότου έφθασε και στα υψηλά κλιμάκια, όπου διαπραγματεύονταν τα κέρδη από τα ναρκωτικά και γινόταν η μοιρασιά. Κι εκεί κάποια στιγμή ήλθαν και οι χειροπέδες.
Σήμερα, ο Κάρμινε Γκουΐντο έχει άλλη ταυτότητα, ζει σε κρυφή τοποθεσία και στον Καναδά αποτελεί εγκληματική ενέργεια να δημοσιευθεί οποιαδήποτε φωτογραφία του. Η δράση του ως γκάνγκστερ έχει τελειώσει διαπαντός, όμως ένα πράγμα παραμένει βέβαιο: οι συμμορίες του οργανωμένου εγκλήματος δεν θα σταματήσουν να επιδιώκουν την εκδίκηση.
Ιδίως εναντίον του ανθρώπου που τράβηξε το πέπλο που σκέπαζε τις δραστηριότητες της Ντράγκετα στον Καναδά.
(Πηγή ΑΠΕ – ΜΠΕ)