Στην Καλή Βρύση της Δράμας, ένα χωριό στα βορειοδυτικά του νομού, χτισμένο στους πρόποδες του Μενοίκιου Όρους, τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου υπάρχει μια ιδιαίτερη κινητικότητα. Νεαροί άντρες εμφανίζονται καθημερινά να ιππεύουν άλογα. Κάποιοι άλλοι φορτώνουν ζωοτροφές σε αγροτικά οχήματα για να τις μεταφέρουν σε διάφορα σημεία εκτός χωριού, ενώ ο κυρ- Κώστας αναλαμβάνει να πεταλώσει όλα τα περήφανα τετράποδα.
Το απόγευμα της ερχόμενης Κυριακής (12 Σεπτεμβρίου), περίπου είκοσι άτομα θα αναλάβουν και φέτος να εκπληρώσουν το τάμα που έκαναν οι πρόγονοί τους και να ξεκινήσουν έφιπποι, ένα μεγάλο ταξίδι με προορισμό την Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου στο γειτονικό νομό των Σερρών.
Ανάμεσά τους ο 33χρονος Στέφανος Κάλλιας. «Οι παππούδες και οι προπαππούδες μας έκαναν κάθε χρόνο αυτή τη διαδρομή των συνολικά 150 χιλιομέτρων, μαζί με ολόκληρα καραβάνια από γυναίκες και παιδιά, με όποιο μέσο είχε ο καθένας. Άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια και κάρα επιστρατεύονταν εκείνη τη μέρα, ενώ υπήρχαν και πολλοί που ακολουθούσαν περπατώντας», λέει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Αυτή η συμμετοχή άρχισε με τον καιρό να μειώνεται, όταν μειώθηκε και ο πληθυσμός του χωριού, αφού πολλοί μόνιμοι κάτοικοι έφυγαν μετανάστες στη Γερμανία και το έθιμο ξεχάστηκε για περισσότερες από δύο δεκαετίες. Στην τελευταία ομάδα, αποτελούμενη μόλις από πέντε άτομα, που είχε κάνει τη διαδρομή στα τέλη του ‘80, συμμετείχε ο πατέρας του Στέφανου, ενώ στην πρώτη αποστολή που έγινε ξανά το 2007, συμμετείχε ο ίδιος, σε ηλικία μόλις 19 ετών.
«Το πρώτο μας ταξίδι ήταν μία περιπέτεια. Ξεκινήσαμε σχεδόν στα τυφλά, χωρίς να γνωρίζουμε καν το δρόμο. Ο κάθε ένας από εμάς κουβαλούσε στην πλάτη του σάκους που ζύγιζαν είκοσι κιλά, οι οποίοι περιείχαν κονσέρβες και πολλά ρούχα, γιατί δεν ξέραμε τι θα συναντήσουμε. Μάλιστα είχαμε χαθεί και πήρε περισσότερο χρόνο από το κανονικό για να φτάσουμε στον προορισμό μας», περιγράφει ο κ. Κάλλιας την πρώτη του εμπειρία. Όταν τελικά φτάσαμε καθυστερημένα, ήταν σε εξέλιξη ο εσπερινός και μας διαπέρασε ρίγος συγκίνησης ακούγοντας τις μοναχές να ψέλνουν», συμπληρώνει.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του πολιτιστικού συλλόγου Καλής Βρύσης Σάκη Παλλικάρη, πρόκειται για ένα χωριό όπου οι άνθρωποι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία. «Τις προηγούμενες δεκαετίες, μόλις τελείωναν οι εργασίες του καλοκαιριού, μετά το σπάσιμο του καπνού και το αλώνισμα του σιταριού, είχαν την ανάγκη να πάνε να προσκυνήσουν στο συγκεκριμένο μοναστήρι», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Τα χρόνια πέρασαν, το μοναστήρι από ανδρικό έγινε γυναικείο, κάποια μονοπάτια αντικαταστάθηκαν από πιο σύγχρονους δασικούς δρόμους, όμως η συγκίνηση παραμένει και σήμερα ίδια, σε όλα τα στάδια της εκπλήρωσης του τάματος.
«Η προετοιμασία απαιτεί να προπονήσουμε τα άλογα, γιατί δεν θα ήταν δυνατόν να κάνουν από τη μία στιγμή στην άλλη ένα τόσο μεγάλο και δύσκολο ταξίδι, οπότε τουλάχιστον ένα μήνα πριν αρχίζουμε να τα ιππεύουμε για λίγες ώρες την εβδομάδα. Επίσης πρέπει να πάμε από πριν ζωοτροφές στα μέρη που θα διανυκτερεύσουμε, γιατί δεν υπάρχει σε κάθε μας στάση η δυνατότητα να βοσκήσουν τα άλογα», αναφέρει.
«Το ταξίδι ξεκινά το απόγευμα της Κυριακής, για να τελειώσουμε με το δύσκολο ανηφορικό κομμάτι της διαδρομής, το οποίο καταλήγει στο κυνηγετικό καταφύγιο του Μενοίκιου. Την επόμενη μέρα, πολύ νωρίς το πρωί πηγαίνουμε κατά μήκος της κορυφογραμμής μέχρι να φτάσουμε στις Σέρρες. Το πρώτο χωριό μετά την κατάβασή μας από το βουνό είναι ο Εμμανουήλ Παπάς και ακολουθούν το Άγιο Πνεύμα, το Νέο Σούλι και η Οινούσα. Από εκεί, ακολουθούμε έναν νέο δρόμο παράλληλα με το φαράγγι της Οινούσας, κάτι που οι παππούδες δεν είχαν τη δυνατότητα να κάνουν και πήγαιναν από ένα μονοπάτι προς το Χιονοχώρι, ένα χωριό που στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε», επισημαίνει ο 33χρονος.
Όπου υπάρχουν ποτίστρες στο βουνό, εκεί γίνονται και στάσεις για να ξεδιψάσουν τα άλογα. Είναι μια καλή ευκαιρία για να ξεκουραστούν και να «τσιμπήσουν» κάτι και οι αναβάτες τους. Ύστερα από ιππασία περίπου 12 ωρών, στις 7 το απόγευμα φτάνουν στο μοναστήρι.
«Την ώρα της άφιξής μας, τυχαίνουμε θερμής υποδοχής. Χτυπάνε οι καμπάνες και οι μοναχές βγαίνουν στα μπαλκόνια να μας χαιρετήσουν. Δυο -τρεις από εμάς αναλαμβάνουν να φροντίσουν και να ταΐσουν τα άλογα και οι υπόλοιποι πηγαίνουν στον εσπερινό. Στη συνέχεια, αφού μας φιλέψουν βραδινό, κοιμόμαστε σε στρώματα που έχουν τοποθετήσει σε έναν εξωτερικό χώρο», υπογραμμίζει ο κ. Κάλλιας.
Η επόμενη μέρα ξημερώνει στις 14 Σεπτεμβρίου, ανήμερα της Ύψωσις του Τιμίου Σταυρού και όλοι παρακολουθούν τη λειτουργία. Ανάμεσά τους και δεκάδες κάτοικοι της Καλής Βρύσης, που έχουν φτάσει στις Σέρρες με τα αυτοκίνητά τους. «Με το τέλος της λειτουργίας μας κερνούν καφέ και κουλουράκια και ανεβαίνουμε και πάλι στα άλογα, για να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής», λέει ο Στέφανος Κάλλιας.
Οι νεαροί ιππείς κάνουν αντίστροφα τη διαδρομή, ενώ επιπλέον σταματούν στα χωριά Συκιά, Μέταλλα, Δαφνούδι, Αναστασιά και τέλος στην Αγριανή, όπου παραδοσιακά τους περιμένουν οι κάτοικοι με στρωμένα τραπέζια και ζωντανή μουσική. Μετά το …πανηγύρι που γίνεται προς τιμήν τους, διανυκτερεύουν στο δημοτικό σχολείο του χωριού, που δε λειτουργεί πια, στρώνοντας στο πάτωμα υπνόσακους. Ένα τελευταίο γλέντι περιμένει τους καβαλάρηδες όταν επιστρέφουν από το βουνό στη Δράμα, στην πλατεία της Καλής Βρύσης.
«Είναι συγκινητικό ότι άνθρωποι κρατούν μέρες από τη θερινή τους άδεια για αυτό το τετραήμερο και άλλοι συγχωριανοί μας που ζουν στο εξωτερικό, έρχονται στην Ελλάδα μόνο για να συμμετάσχουν. Πολλά από τα άλογα είναι δανεικά, ενώ αν υπήρχαν περισσότερα, η συμμετοχή θα ήταν σίγουρα μεγαλύτερη», λέει με βεβαιότητα ο κ. Παλλικάρης, που θεωρεί δύσκολο να χαθεί ξανά το έθιμο. «Σίγουρα θα βρει συνεχιστές μέσα στις επόμενες γενιές, αφού στην αποστολή υπάρχουν παιδιά 13 και 15 ετών», λέει χαρακτηριστικά. Ανάμεσά τους, ενδεχομένως να είναι και ο γιος του Στέφανου Κάλλια, που αν και μόλις έξι μηνών, έχει ήδη ανέβει στο άλογο μαζί με τον μπαμπά του.