«Ο Ερντογάν άνοιξε πολλά μέτωπα, αποθρασύνθηκε από την ανοχή που βρήκε και τώρα ξεπερνά τα όρια. Με την Ελλάδα, όμως, δεν μπορεί να παίζει. Είτε θα συνέλθει, είτε θα το μετανιώσει», τονίζει ο Γενικός Γραμματέας της Κ.Ο. της Ν.Δ. Βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης Σταύρος Καλαφάτης, σε συνέντευξή του στη «Μακεδονία της Κυριακής» και στο Νίκο Οικονόμου.
Και προσθέτει «από το 1973 η Τουρκία άρχισε να διεκδικεί τμήματα της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και από το 1975 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πρότεινε κοινή προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης. Ενώ, ωστόσο, η Άγκυρα συμφώνησε τότε, στη συνέχεια υπαναχώρησε και έβγαλε το «Χόρα» στο Αιγαίο. Έκτοτε προκάλεσε αλλεπάλληλες κρίσεις, πρόσθεσε αυθαίρετες διεκδικήσεις, δέχτηκε πολλές φορές την επανέναρξη διαλόγου, αλλά πάντα τον υπονόμευε και τον τίναζε στον αέρα. Παράταση της ίδιας στρατηγικής απειλεί την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή ενώ δεν υπηρετεί ούτε τα δικά της συμφέροντα. Οφείλει, λοιπόν, να εγκαταλείψει το ρόλο του πειρατή και να προσέλθει στο τραπέζι του διαλόγου με μόνο χαρτί τη Σύμβαση των Η.Ε. για το Δίκαιο της Θάλασσας, για τη μια και μόνη εκκρεμότητα που αφορά στην οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών».
Ο Σταύρος Καλαφάτης δεν κρύβει την ανησυχία του για την αύξηση των κρουσμάτων κορονοϊού και επισημαίνει: «Είχαμε πει πως αν χαλαρώσουμε, θα το πληρώσουμε. Χαλαρώσαμε και ο ιός κάνει πάρτι. Ο κίνδυνος είναι δίπλα μας και είναι πολύ σοβαρός. Δεν ωφελούν, βλάπτουν οι αυταπάτες. Ταυτόχρονα επικρίνει τον ΣΥΡΙΖΑ τονίζοντας «δυστυχώς, και σε αυτήν την περίπτωση, λέει τα πάντα και τα αντίθετά τους. Σαν να μην αντιλαμβάνεται καν πως έχουμε μια πρωτόγνωρη κατάσταση απέναντι στην οποία ολόκληρος ο Κόσμος αναπτύσσει δράσεις για πρώτη φορά, σαν μην άκουσε ότι ήμασταν και είμαστε σε πολύ καλύτερη κατάσταση από πολλές άλλες χώρες, σαν να μην καταλαβαίνει ότι θα ήταν αρκετά τα μέτρα, εάν κάποιοι λίγοι μετρούσαν πιο σοβαρά τον κίνδυνο».
Για τις επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία ο Σταύρος Καλαφάτης επισημαίνει ότι «ήδη, η Κυβέρνηση έβαλε σε εφαρμογή ένα πακέτο μέτρων που συνολικά φτάνει τα 24 δις και είναι έτοιμη να προχωρήσει τόσο στην επέκτασή τους, όσο και σε νέες δράσεις στήριξης των εργαζόμενων και των κλάδων που πλήττονται περισσότερο. Κρατήσαμε καύσιμα και θα τα αξιοποιήσουμε» σημειώνει.
Αναφερόμενος στην ακύρωση της φετινής ΔΕΘ, τονίζει ότι «η απόφαση θλίβει όλους τους Θεσσαλονικείς, καθώς δημιουργεί ένα οικονομικό και συναισθηματικό κενό. Δυστυχώς, ωστόσο, δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Άλλωστε, το πιο σοβαρό πλήγμα θα ερχόταν από τη διεξαγωγή της έκθεσης και όχι από τη ματαίωσή της». Υπογραμμίζει ότι τα έργα στη Θεσσαλονίκη προχωρούν με γρήγορους ρυθμούς και υπενθυμίζει ότι «η χώρα, χάρη στις παρεμβάσεις του Πρωθυπουργού, έχει εξασφαλίσει από την Ε.Ε. μια τεράστια δύναμη πυρός ύψους 72 δις ευρώ. Και από τους πόρους αυτούς σημαντικό μερίδιο διεκδικεί η Μακεδονία και η Θεσσαλονίκη».