Το επιχείρημα που συνήθως κλείνει κάθε συζήτηση αλλαγής της ηγεσίας στον ΣΥΡΙΖΑ είναι η δημοφιλία του Αλέξη Τσίπρα: αυτός είναι που έκανε τον ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση, αυτός διεύρυνε το εκλογικό του ακροατήριο, αυτός είναι το «δυνατό χαρτί» που μπορεί να γυρίσει το παιχνίδι. Αντίθετα, λέει το επιχείρημα, χωρίς τον Τσίπρα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να σταθεί ούτε καν ως αξιωματική αντιπολίτευση, γιατί οι διεργασίες για την επόμενη μέρα δεν έχουν ολοκληρωθεί. Εν μέρει, αυτό το επιχείρημα ισχύει ακόμα – και λειτουργεί αποτρεπτικά ακόμα και γι’ αυτούς που ψάχνουν το αντίπαλο δέος του σημερινού προέδρου. Το «δυνατό χαρτί», όμως, έχει πια σταματήσει να είναι το ίδιο δυνατό.
Όπως εξηγεί η Μυρτώ Λιαλιούτη στα Νέα, στην τελευταία δημοσκόπηση της Metron Analysis, ο ΣΥΡΙΖΑ φτάνει το 20,5% στην πρόθεση ψήφου. Η καταλληλότητα του Τσίπρα, όμως, φτάνει μόλις μέχρι το 17%. Αντίστοιχα νούμερα εντοπίζονται και στην τελευταία έρευνα της AIco: η πρόθεση ψήφου δίνει στην αξιωματική αντιπολίτευση 23,3%, ενώ η επιλογή Τσίπρα ως καταλληλότερου πρωθυπουργού περιορίζεται στο 22%. Αυτή η αναστροφή της δυναμικής, σε σχέση με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, έχει ξεκινήσει ήδη από τις αρχές του 2021 και δείχνει πλέον να στεγανοποιείται. Πράγμα που σημαίνει πως η εικόνα του Τσίπρα σήμερα είναι σαφώς διαφορετική από αυτή που είχε μερικά χρόνια πριν-ακόμα και από αυτή που είχε αμέσως μετά τις εκλογές του 2019. Κάθε του εμφάνιση γίνεται σημείο συζήτησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. ενώ οι προσωπικές του παρεμβάσεις τον προηγούμενο μήνα, τόσο για το θέμα Κουφοντίνα όσο και για τα τεκταινόμενα στη Νέα Σμύρνη, δεν βοήθησαν με το κοινό που θέλει να προσεγγίσει ώστε να επιστρέψει στην εξουσία.
Αυτή η αλλαγή έχει γίνει αντιληπτή και εντός του ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό το «δυνατό χαρτί», που χρειάζεται και το ίδιο ενίσχυση, παίρνει εδώ και καιρό πάνω του όλη την επικοινωνιακή καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ. Οι συνεντεύξεις, οι διαρκείς εμφανίσεις στη Βουλή, οι διαδικτυακές εκδηλώσεις και οι προσωπικές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν ως στόχο όχι μόνο την προβολή των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και την επούλωση των πληγών που έχει υποστεί ο ίδιος ο Τσίπρας όσον αφορά τη δημόσια εικόνα του. Ούτε στο κόμμα είναι όλα ρόδινα. Η δήλωση του Νίκου Φίλη για το Ελληνικό, στην οποία τονίζει ότι απείχε από την ψηφοφορία στη Βουλή για να μην πάει ενάντια στο κόμμα του (το οποίο, με επιμονή του Τσίπρα, είπε «ναι» στην επένδυση), απηχεί τις απόψεις και άλλων στελεχών, που είτε δημοσίευσαν την αντίθεσή τους στα σόσιαλ μίντια είτε την εξέφρασαν ιδιωτικά. Και μπορεί μια τέτοιου είδους αμφισβήτηση προς τις επιλογές της ηγεσίας να μην υπάρξει ξανά στο σύντομο μέλλον, είναι όμως βέβαιο ότι η συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου που θα λάβει χώρα εντός της εβδομάδας δεν θα είναι ανέφελη.
Ο τελευταίος μεγάλος φόβος για τον ΣΥΡΙΖΑ, σε κάθε περίπτωση, είναι πως η ζημιά που έχει προκληθεί είναι ανεπανόρθωτη – η ακροβασία ανάμεσα στις παραδοσιακές του θέσεις, το προφίλ που υιοθέτησε από το 2012 έως το 2015 και εκείνο της «κυβερνώσας Αριστεράς» έχουν μπερδέψει ακόμα και το προοδευτικό κοινό. Το ερώτημα που αργά ή γρήγορα θα προκόψει είναι πώς (και, κυρίως, αν) το κόμμα μπορεί να βοηθηθεί από την ηγεσία του.