Η αμερικανική πρωτεύουσα δεν είναι μια παραθαλάσσια πόλη. Είναι, όμως, μια πόλη που έχει μάθει να ζει με τα εκλογικά κύματα. Άλλοτε είναι μπλε (Δημοκρατικά), άλλοτε κόκκινα (Ρεπουμπλικανικά), και ενίοτε κυανέρυθρα (η Βουλή και η Γερουσία μοιράζονται στα δύο). Σε κάθε, όμως, περίπτωση, υπάρχει πάντα ένας κοινός παρονομαστής: δύο μήνες μετά τις μεσοπρόθεσμες εκλογές, όλα τα κύματα καταλήγουν στα σκαλιά του Καπιτωλίου. Και ανάλογα με τον συνδυασμό που θα προκύψει έχουν τη δυνατότητα να απογειώσουν ή να χαντακώσουν το δεύτερο μέρος της τετραετίας ενός Αμερικανού προέδρου.
Μόλις λίγες μέρες πριν από την 8η Νοεμβρίου, η τύχη της Βουλής των Αντιπροσώπων φαίνεται ότι έχει ήδη αποφασιστεί, καθώς εκτιμάται ότι οι Ρεπουμπλικάνοι θα κερδίσουν άνετα τις πέντε επιπλέον έδρες που χρειάζονται για να κάνουν το Σώμα να αλλάξει χέρια. Αυτό σημαίνει ότι το παιχνίδι για τον έλεγχο του Κογκρέσου θα κριθεί στην Γερουσία. Εκεί, όμως, τα πράγματα είναι πολύ πιο ρευστά, με τις έρευνες να καταγράφουν μια αναμέτρηση στήθος με στήθος. Με 35 έδρες να είναι ανοιχτές σε αυτές τις εκλογές, η υπάρχουσα εύθραυστη ισορροπία είναι πολύ πιθανό να ανατραπεί και πλέον όλα τα βλέμματα στρέφονται στην Πενσυλβάνια και στην Τζόρτζια, οι οποίες θεωρούνται ότι είναι οι δύο πολιτείες που κρατούν τα κλειδιά της Γερουσίας.
Πως, όμως, φτάσαμε στο σήμερα; Από μια προεκλογική περίοδο που ξεκίνησε δύσκολα για τους Δημοκρατικούς ήρθε μια στιγμή που η ανατροπή φάνταζε κάτι παραπάνω από πιθανή. Το μπλε, όμως, κύμα που περίμεναν δεν έφτασε ποτέ ως την Ουάσιγκτον. Το διάστημα που μεσολάβησε ήταν ένας πυκνός πολιτικά χρόνος με τους Αμερικάνους να δέχονται ένα καταιγισμό μηνυμάτων. Εκτείνονταν από την άνοδο του εξτρεμισμού και τον φόβο για την πορεία της αμερικανικής δημοκρατίας μέχρι το νομικό πλαίσιο των αμβλώσεων, τη συνέχιση των δικαστικών περιπετειών του Ντόναλντ Τραμπ με την έφοδο του FBI στο Μαρ-α-Λάγκο, την ακρίβεια και την ασφάλεια. Στο τέλος, όμως, της ημέρας, όλοι οι δημοσκόποι συμφωνούν ότι ο πληθωρισμός ήταν το θέμα που σάρωσε τα πάντα.
Λίγους μήνες νωρίτερα, η Δημοκρατική πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόσι, πρέπει να έβλεπε το κόκκινο κύμα που πλησίαζε την πόρτα του γραφείου της. Τα προγνωστικά ήθελαν τους Ρεπουμπλικάνους να πετυχαίνουν σαρωτική νίκη τόσο στη Βουλή όσο και στη Γερουσία και σε μια στιγμή που τίποτα δεν φαινόταν να ευνοεί τους Δημοκρατικούς, εκείνοι έμοιαζαν να πασχίζουν να βρουν ακόμα και το αφήγημα με το οποίο θα κατέβαζαν τον κόσμο στις κάλπες.
Βεβαίως η αλήθεια είναι ότι τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι εύκολα για αυτούς. Συνήθως, οι ενδιάμεσες εκλογές αποκτούν τον χαρακτήρα δημοψηφίσματος απέναντι στην κυβέρνηση και η αμερικανική πολιτική εμπειρία έχει δείξει ότι οι ψηφοφόροι της αντιπολίτευσης είναι αυτοί που εμφανίζονται πιο δραστήριοι και πρόθυμοι να προσέλθουν στην κάλπη. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι στο πρόσφατο παρελθόν είδαμε προέδρους που απολάμβαναν πολύ υψηλότερη δημοτικότητα από τον Μπάιντεν, όπως για παράδειγμα τον Μπαράκ Ομπάμα και τον Τζορτζ Μπους το νεότερο, να οδηγούνται σε συντριπτικές ήττες κατά τη διάρκεια των ενδιάμεσων εκλογών.
Με το 69% των Αμερικανών να πιστεύει ότι η χώρα οδεύει προς την λάθος κατεύθυνση και τα ποσοστά δημοτικότητας του Τζο Μπάιντεν να έχουν κατρακυλήσει σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και στο 36%, οι προεκλογικοί οιωνοί δεν φάνταζαν ευνοϊκοί για τους Δημοκρατικούς. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι μέχρι και τα μέσα της προεκλογικής περιόδου πολλοί βουλευτές και γερουσιαστές είχαν φτάσει στο σημείο να αμφιβάλλουν για το εάν η παρουσία του Τζο Μπάιντεν στις περιφέρειες τους θα τους ωφελούσε. Και σαν να μην έφτανε αυτός ο πονοκέφαλος, ήρθε να προστεθεί και η κοινωνική δυσαρέσκεια που συνέχισε να διογκώνεται από τον ανεξέλεγκτο καλπασμό του πληθωρισμού.
Θα έλεγε κάποιος ότι μια ματιά στα δελτία ειδήσεων είναι αρκετή για να διαπιστώσει κάνεις το κλίμα που επικρατεί. «Το πρόβλημα μου είναι ότι θα ήθελα να μπορώ να πατήσω μόνο ένα κουμπί για να ψηφίσω όλους τους Ρεπουμπλικάνους», εμφανίζεται να λέει ένας πολίτης στην Νεβάδα. Όταν η δημοσιογράφος τον ρωτάει για ποιο λόγο, εκείνος της απαντάει σχεδόν γελώντας «μένεις εδώ; Έχεις πάει ποτέ για ψώνια; Παίρνεις βενζίνη; Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν καταστραφεί». Βεβαίως, κάποιος θα μπορούσε να αντιτείνει ότι η Αμερική ήταν πάντα η χώρα των αντιφάσεων και των μεγάλων ανισοτήτων. Ο πληθωρισμός, όμως, δεν φαίνεται να κάνει διακρίσεις γιατί όπως παρατήρησε εύστοχα μια άλλη πολίτης «μας επηρεάζει όλους με τον ίδιο τρόπο. Όλοι έχουμε λιγότερα χρήματα».
Μπροστά, λοιπόν, σε αυτό το σκηνικό, ήρθε κάπου μέσα στο καλοκαίρι η συντηρητική πλειοψηφία του Ανώτατου Δικαστηρίου για να προσφέρει άθελά της μια σανίδα σωτηρίας στους Δημοκρατικούς. Η ανατροπή της απόφασης που καθόριζε το νομικό πλαίσιο των αμβλώσεων πυροδότησε κύμα αντιδράσεων και οδήγησε στην εγγραφή πολλών νέων γυναικών στους εκλογικούς καταλόγους. Αυτή η κινητικότητα καταγράφηκε και στις δημοσκοπήσεις, ανυψώνοντας για πρώτη φορά τις ελπίδες των Δημοκρατικών, οι οποίοι εκτός από το φόβητρο των αμβλώσεων φάνηκαν να αποκτούν επιτέλους και ορισμένα πολεμοφόδια στην μάχη κατά του πληθωρισμού. Οι επιτυχίες του πρόεδρου Μπάιντεν για τη μείωση στις τιμές των φαρμάκων, η διαγραφή μέρους του χρέους των φοιτητικών δανείων αλλά και η μείωση στην τιμή της βενζίνης ήταν μικρές αλλά ουσιαστικές νίκες στον αγώνα κατά της ακρίβειας.
Τέτοια βήματα μπορεί να έγιναν αλλά στη συνείδηση του κόσμου δεν αποτυπώθηκαν γιατί πολύ απλά δεν επικοινωνήθηκαν. Αντί να εστιάσουν στην οικονομία, οι Δημοκρατικοί επένδυσαν υπέρμετρα στο μαγικό χαρτί των αμβλώσεων. Ήταν μια επένδυση που δεν τους βγήκε γιατί πολύ απλά το θέμα της οικονομίας συνέχισε να παραμένει το πρωταρχικό μέλημα στο μυαλό των ψηφοφόρων. Επιπλέον, στο δεύτερο σημαντικότερο θέμα που είναι η πάταξη της εγκληματικότητας φάνηκαν να είναι αδρανείς και να ταυτίζονται με τα ακραία αριστερά κινήματα που ζητούσαν την υποχρηματοδότηση της αστυνομίας. Αλήθεια ή ψέματα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς. Στην πολιτική, όμως, σημασία έχει η εικόνα που βγαίνει προς τα έξω. Και μια κριτική που ασκείται στην επικοινωνιακή στρατηγική των Δημοκρατικών είναι ότι εστιάζουν πολύ υπερβολικά στις πολιτικές ταυτότητας και στα κοινωνικά θέματα, δίνοντας την εικόνα ότι δεν έχουν μια συγκροτημένη πρόταση για την οικονομία, την ασφάλεια και τα θέματα της καθημερινότητας.
Η αλήθεια είναι ότι όταν κάποιος ακούει αυτή την κριτική για το κόμμα που εφηύρε το σλόγκαν «είναι η οικονομία, ανόητε», δεν μπορεί παρά να σκεφτεί την ρήση «δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις». Και ίσως πρώτος από όλους που θα το σκεπτόταν θα ήταν ο κορυφαίος επικοινωνιολόγος, Τζέιμς Κάρβιλ, που ήταν ο άνθρωπος που καθιέρωσε το περιβόητο σλόγκαν για την οικονομία στην προεκλογική εκστρατεία του Μπιλ Κλίντον. Σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα, σε μια προεκλογική περίοδο που εκτυλίσσεται μέσα σε ένα περιβάλλον πληθωρισμού της τάξης του 8,2%, θα περιμέναμε ότι ο άνθρωπος που δημιούργησε το σύνθημα «είναι η οικονομία, ανόητε» δεν θα έβρισκε κανέναν που να χρειάζεται να του το υπενθυμίσει. Και, όμως, ο Τζέιμς Κάρβιλ δεν σταματάει να το επαναλαμβάνει. Βλέποντας τον να συνομιλεί για τις ενδιάμεσες εκλογές με τον Τζορτζ Στεφανόπουλο στην πλατφόρμα «Hulu», κάποιος μπορεί να διακρίνει στο πρόσωπο του μια ελαφριά απογοήτευση για μια ευκαιρία που ίσως χάθηκε:
«Πρέπει να μείνεις συγκεντρωμένος. Να μιλάς για πράγματα που έχουν σημασία για τους ανθρώπους. Ξέρεις; ‘Είναι η οικονομία, ανόητε’. Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τον πληθωρισμό. Είναι εκεί. Δεν μπορείς να τον αγνοήσεις. Ο τρόπος που βλέπω μια πολιτική εκστρατεία είναι σαν ένα πειρατικό πλοίο. Κάνεις πάντα υπολογισμούς. Η ταχύτητα του ανέμου είναι τόση. Το ρεύμα ρέει προς αυτή την κατεύθυνση. Αρπάζεις τα λάφυρά σου, μαθαίνεις και προχωράς. Και οι Δημοκρατικοί θα έπρεπε να ήταν πιο προορατικοί. Ο Kevin McCarthy είπε, ‘θα κλείσουμε την κυβέρνηση για να επιβάλουμε περικοπές στην κοινωνική ασφάλιση και την ιατρική περίθαλψη’. Λοιπόν, ας μιλήσουμε για την οικονομία.
Κάντε το επιχείρημα. Το κλείσιμο της κυβέρνησης έχει να κάνει με την οικονομία και δεν είναι μια καλή κίνηση. Ο τρόπος που χρησιμοποιήθηκε το θέμα της άμβλωσης (ήταν λάθος). Σου είπαν ότι θα απαγορεύσουν τις αμβλώσεις και το έκαναν. Τώρα σου λένε ότι θα κλείσουν την κυβέρνηση για να επιβάλουν περικοπές. Τους πιστεύω. Θα το κάνουν. Πρέπει να τους σταματήσεις. Έτσι εκμεταλλεύεσαι το θέμα των αμβλώσεων σε κάτι περισσότερο. Οι Δημοκρατικοί δεν ήταν πολύ καλοί. Δεν ήταν πολύ συγκεντρωμένοι. Είχαν μια ευκαιρία νομίζω… Ξέρεις, ας περιμένουμε να δούμε. Θα υπάρξει πραγματικός απολογισμός».
Ελληνικά Θέματα και Κογκρέσο
Όταν μιλάμε για το Κογκρέσο πρέπει να έχουμε υπόψιν ότι δεν πρόκειται απλώς για την αμερικανική εκδοχή ενός ευρωπαϊκού κοινοβουλίου. Τα δύο νομοθετικά σώματα του Κογκρέσου αποτελούν ντε φάκτο και όχι τυπικά βασικούς πυλώνες εξουσίας που συμμετέχουν στην συνδιαμόρφωση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ κομματική πειθαρχία δεν υπάρχει. Και δεν είναι καθόλου σπάνιο βουλευτές και γερουσιαστές να κινούνται σε διαφορετική γραμμή ακόμα και από έναν πρόεδρο που προέρχεται από το δικό τους κόμμα. Στα θέματα της Ανατολικής Μεσογείου έχουμε δει επανειλημμένα τους βουλευτές και τους γερουσιαστές να είναι περισσότεροι απελευθερωμένοι από τις αγκυλώσεις που περιορίζουν την γραφειοκρατία του Λευκού Οίκου και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Άλλωστε το παράδειγμα του γερουσιαστή Μενέντεζ που αντιστάθηκε σε βασικές επιλογές της κυβέρνησης Ομπάμα, οι οποίες είχαν να κάνουν με το Ιράν και την Σαουδική Αραβία, είναι χαρακτηριστικό. Με αυτά, λοιπόν, τα δεδομένα, η σύνθεση του Κογκρέσου συνδέεται άμεσα με την πορεία της προώθησης των εθνικών θεμάτων μας στην Αμερική.
Δυστυχώς όσον αφορά την Βουλή των Αντιπροσώπων πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η ελληνική κοινοβουλευτική ομάδα (Hellenic Caucus) δεν θα βγει αλώβητη από τη διαδικασία των ενδιάμεσων εκλογών. Μάλιστα, μια πρώτη απώλεια που ήδη καταγράφεται είναι αυτή της συμπροέδρου της ομάδας, της Κάρολιν Μαλόνεϊ, η οποία ηττήθηκε από τον εσωκομματικό της αντίπαλο στο Δημοκρατικό κόμμα. Για χρόνια ολόκληρα, η Κάρολιν Μαλόνεϊ υπήρξε από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές των ελληνικών θεμάτων, κερδίζοντας μάλιστα λόγω του ταπεραμέντου και του πάθους της το όνομα «Μπουμπουλίνα» στους κόλπους της ομογένειας. Επιπλέον, πρέπει να επισημάνουμε ότι η ομογενής βουλευτής, Ντίνα Τάιτους, απειλείται με ήττα στην Νεβάδα, ενώ ο Κρις Πάπας καλείται να δώσει μια πολύ πιο δύσκολη μάχη από ότι είχε φανταστεί στο Νιου Χάμσαϊρ. Και από εκεί και πέρα, το Hellenic Caucus αποχαιρετά τον φιλέλληνα βουλευτή Τεντ Ντοιτς, ο οποίος άφησε το Κογκρέσο για να αναλάβει τα ηνία της Αμερικανοεβραϊκής Επιτροπής (AJC).
Στα θετικά πάντως καταγράφεται η άνετη επικράτηση που εκτιμάται ότι θα έχει ο πρωτοεμφανιζόμενος στον πολιτικό στίβο γιος του γερουσιαστή Μενέντεζ αλλά και η ομογενής βουλευτής Νικόλ Μαλλιωτάκη στην Νέα Υόρκη, ενώ δεν αποκλείεται να δούμε και έναν άλλο ομογενή, τον Άλεκ Σκαρλάτο, να κάνει την έκπληξη στην πολιτεία του Όρεγκον. Ο Άλεκ Σκαρλάτος είχε γίνει διεθνώς γνωστός όταν μαζί με δύο φίλους του είχε καταφέρει να αφοπλίσει ένα βαριά οπλισμένο τρομοκράτη μέσα σε μια αμαξοστοιχία που κατευθυνόταν προς το Παρίσι. Και φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δύο από τις πιο ισχυρές ελληνοαμερικανικές φωνές στην Βουλή, ο Δημοκρατικός Τζον Σαρμπάνης και ο Ρεπουμπλικάνος Γκας Μπιλιράκης, αναμένεται να επικρατήσουν με χαρακτηριστική άνεση.
Τέλος, όσον αφορά την Γερουσία, μια ενδεχόμενη απώλεια του Σώματος από τους Δημοκρατικούς θα σημαίνει αυτομάτως ότι ο γερουσιαστής Ρόμπερτ Μενέντεζ θα μετατραπεί από πρόεδρος της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων σε επικεφαλής της μειοψηφίας. Ωστόσο, αυτή η εξέλιξη μπορεί στην πράξη να μην αποδειχτεί τόσο άσχημη όσο ακούγεται, καθώς ο κ. Μενέντεζ θα συνεχίσει να διατηρεί το δικαίωμα του βέτο στο θέμα της αναβάθμισης των τουρκικών F-16. Επιπλέον, εκτιμάται ότι εάν οι Δημοκρατικοί υποστούν ολοκληρωτική ήττα στο Κογκρέσο, η φωνή του γερουσιαστή Μενέντεζ θα γίνει ακόμα πιο απαραίτητη για την κυβέρνηση και συνεπώς θα αποκτήσει νέους μοχλούς επιρροής, καθώς δεν είναι κρυφό ότι πολλοί Δημοκρατικοί αξιωματούχοι έβλεπαν ανταγωνιστικά την ισχυροποίηση του, θεωρώντας ότι σε πολλές περιπτώσεις λειτουργεί ως ένας ανεξάρτητος πόλος εξουσίας. Και για το τέλος δεν πρέπει να ξεχάσουμε το alter ego του Ρόμπερτ Μενέντεζ που είναι ο φιλέλληνας γερουσιαστής Κρις βαν Χόλεν, ο οποίες εκτιμάται ότι επίσης θα πετύχει μια άνετη επικράτηση στην πολιτεία του Μέριλαντ.