Παρακολουθεί την ελληνική οικονομία, διατυπώνει εκτιμήσεις για την πορεία και τις προοπτικές της, αλλά προχωράει και σε σειρά προτάσεων μέσω τριμηνιαίων εκθέσεων. Εκτιμήσεις που λαμβάνονται σοβαρά υπόψη τόσο από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, όσο και από το επιχειρείν και τους επιμέρους κλάδους της οικονομίας. Ο λόγος για το Ίδρυμα Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), που με τις τριμηνιαίες αναλύσεις του και τις κλαδικές του μελέτες δίνει το στίγμα της πορείας της ελληνικής οικονομίας.
Ο καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκος Βέττας, που συμπληρώνει 8 χρόνια στην θέση του γενικού διευθυντή του ΙΟΒΕ, σε συνέντευξη του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ξεφεύγει από τα νούμερα και τους αριθμούς, που έχουν άλλωστε αποτυπωθεί στις αναλύσεις, και αναφέρεται μεταξύ άλλων στις μεγάλες προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας, στα σημεία εκείνα που αποτελούν πηγή αισιοδοξίας αλλά και πηγή ανησυχιών. Έχοντας, όμως, παρουσία στα αμφιθέατρα των Πανεπιστημίων μας ως καθηγητής αλλά και ως φοιτητής, για περισσότερες από 4 δεκαετίες ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ μάς μεταφέρει κάτι πολύ σημαντικό: τις εκτιμήσεις των νέων εκκολαπτόμενων οικονομολόγων αλλά απαντά και στο ερώτημα εάν αισθάνεται δικαιωμένος από τις εκτιμήσεις που ο ίδιος και το ΙΟΒΕ έχουν διατυπώσει. Κληθείς, δε, να διατυπώσει επιγραμματικά την εκτίμηση του για το ποιο είναι το μέλλον της ελληνικής οικονομίας τονίζει: «Είναι πολύ θετικό, γιατί πράγματι υπάρχουν οι συνθήκες. Όμως, σημαντικές ευκαιρίες έχουν χαθεί και στο παρελθόν. Το κρίσιμο, σήμερα, είναι να γίνει κατανοητό πως η οικονομία μπορεί να αναπτυχθεί εντυπωσιακά, αλλά μόνο μέσα από την αλλαγή της».
Ακολουθεί η συνέντευξη του καθηγητή Νίκου Βέττα στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και στον δημοσιογράφο Αλέκο Λιδωρίκη
ΕΡ: Συμπληρώσατε 8 χρόνια στη θέση του γενικού διευθυντή του ΙΟΒΕ. Στη διάρκεια των ετών αυτών το ΙΟΒΕ παρακολούθησε στενά την περιπέτεια της ελληνικής οικονομίας, έχοντας παρουσιάσει δεκάδες αναλύσεις και προτάσεις. Με τη συσσωρευμένη αυτή εμπειρία, πού εκτιμάτε ότι βρίσκεται σήμερα η ελληνική οικονομία;
Μετά τους πρωτόγνωρους περιορισμούς και τη βαθιά ύφεση λόγω της πανδημίας, η οικονομία ανακάμπτει εξίσου ισχυρά. Αν δεν υπάρξουν εκπλήξεις στο επιδημιολογικό μέτωπο, θα έρθουν στο προσκήνιο πιο μεσοπρόθεσμα ζητήματα και το πώς εξελίσσονται τα θεμελιώδη της οικονομίας. Φοβάμαι πως σε ένα βαθμό έχουμε ξεχάσει τη δεκαετή ακραία περιπέτεια. Αν απλώς πιάσουμε το νήμα από την προηγουμένη πορεία, θα υπάρξει ανάπτυξη, αλλά όχι τόσο ισχυρή όσο χρειάζεται. Μπορεί να είναι ενισχυμένη για όσα χρόνια θα υπάρχει πρόσβαση σε πρόσθετους πόρους, ευρωπαϊκούς και άλλους, αλλά οι βασικές τάσεις θα τη μειώνουν σταδιακά, οδηγώντας σε στασιμότητα. Ενώ ,λοιπόν, υπάρχουν οι συνθήκες να βρεθεί η ελληνική οικονομία σε υψηλότερη και διατηρήσιμη τροχιά ανάπτυξης, αυτό δεν θα συμβεί αυτόματα.
ΕΡ: Ποιες είναι οι μεγάλες προκλήσεις;
Στη διάρκεια των τελευταίων 4 δεκαετιών η οικονομία μας, δυστυχώς, διολισθαίνει προς τα χαμηλότερα επίπεδα των ευρωπαϊκών συγκρίσεων. Αυτό αφορά εισοδήματα, κοινωνική προστασία, εκπαίδευση, και συνολικά ευημερία. Δεν μεγαλώνει μόνο η απόσταση από τις χώρες του πυρήνα αλλά μας ξεπερνούν σχεδόν όλες οι οικονομίες της λεγομένης περιφέρειας, όπως η Ισπανία, και οι περισσότερες της πρώην ανατολικής Ευρώπης. Η απόκλιση έχει στη βάση της την ασθενή πορεία της παραγωγικότητας και εκφράζεται με χαμηλές αμοιβές, μικρή ελκυστικότητα για παραγωγικές επενδύσεις και χαμηλή εξωστρέφεια.
Στη βάση όλων αυτών βρίσκονται η θεσμική λειτουργία και οι κανόνες της οικονομίας. Η ανάπτυξη δεν προκύπτει απλώς όταν εισρέουν νέοι πόροι. Για να είναι διατηρήσιμη, πρέπει να υπάρξουν δομικές αλλαγές, στο πώς λειτουργούν οι αγορές και πώς διαρθρώνονται με τον δημόσιο τομέα. Οι αγορές μας είναι σχετικά κλειστές, χωρίς επαρκή καινοτομία και ανταγωνισμό. Ο δημόσιος τομέας, από τη μια πλευρά δυσκολεύει τις παραγωγικές επενδύσεις και από την άλλη δεν είναι αρκετά αποτελεσματικός σε κρίσιμες περιοχές του, όπως η υγεία, η εκπαίδευση και η δικαιοσύνη.
ΕΡ: Ποια η πηγή αισιοδοξία σας και ποια η πηγή ανησυχιών σας;
Βασική πηγή αισιοδοξίας μου είναι πως πολλά στοιχεία της χώρας, συνυπολογίζοντας τη γεωγραφία, φυσικούς πόρους, και χαρακτηριστικά του πληθυσμού, είναι τέτοια που, υπό άλλες συνθήκες, θα την καθιστούσαν μία από τις πιο ευημερούσες στην Ευρώπη. Αυτός ο δυναμισμός φαίνεται σε επιμέρους τμήματα της – συγκεκριμένους κλάδους, επιχειρήσεις, οργανισμούς ¬- που λειτουργούν εξαιρετικά παρά τις δύσκολες συνθήκες. Αν λοιπόν αρθούν οι περιορισμοί, οι δυνατότητες είναι απεριόριστες. Μια πιο συγκεκριμένη πηγή αισιοδοξίας είναι το παράθυρο ευκαιρίας που εμφανίζεται σήμερα. Ανάκαμψη παγκοσμίως μετά την πανδημία, ευρωπαϊκή υποστήριξη με πόρους, χαμηλά επιτόκια και δυνατότητα μείωσης ανεργίας και επενδυτικού κενού μαζί με μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις.
Οι ανησυχίες μου είναι εξίσου συγκεκριμένες. Η εμπειρία των τελευταίων ετών είναι πως ούτε διάθεση ούτε δυνατότητα για πραγματικές αλλαγές υπήρχε. Στη μεγάλη εικόνα, το ελληνικό δημόσιο, η επιχειρηματικότητα και οι αγορές δεν διαφέρουν ουσιωδώς από το πώς ήταν πριν από είκοσι χρόνια. Χωρίς να υποτιμώ επιμέρους πολύ σημαντικές προσπάθειες και όσα θετικά έγιναν, οι αντιστάσεις αποδείχτηκαν πολύ ισχυρές. Είτε γιατί υπήρχαν συμφέροντα που θίγονταν από τις αλλαγές και φόβος για κάτι νέο, είτε γιατί η μετάβαση χρειάζεται νέους πόρους. Σήμερα λοιπόν, θα ανησυχούσα μήπως η ανάκαμψη και η θετική εικόνα που θα έχουμε βραχυχρόνια μπορεί να παρερμηνευτούν ως απόδειξη πως τα προβλήματα λύθηκαν και δεν χρειάζεται να γίνουν πραγματικές αλλαγές.
EΡ: Κάνοντας μια αναδρομή στο παρελθόν ποιες εκτιμήσεις αναφορικά με την πορεία της οικονομίας αισθάνεστε ότι σας δικαίωσαν περισσότερο;
Χάρη στην ποιότητα του έργου των ερευνητών του ΙΟΒΕ, οι εκτιμήσεις για τα βασικά μεγέθη της οικονομίας μας αποδείχτηκαν γενικά πολύ κοντά στο πώς αυτή εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια. Ίσως ακόμη πιο σημαντικό, η ανεξαρτησία του Ιδρύματος, όχι απλώς επιτρέπει αλλά επιβάλλει να είμαστε ειλικρινείς και καθαροί στα μηνύματα, ακόμη και όταν δεν είναι ευχάριστα. Συνολικά, μέσα από τις ακραίες διακυμάνσεις στη δεκαετία της κρίσης, πιστεύω πως δικαιώνεται η θέση όσων υποστήριξαν τη θέση πως η χώρα μόνο να κερδίσει έχει από τη συμμετοχή στο κοινό νόμισμα και στον πυρήνα των ευρωπαϊκών θεσμών. Ταυτόχρονα, πως δεν υπάρχουν εύκολοι δρόμοι και πως η ευημερία δεν έρχεται αυτόματα. Σίγουρα όχι με επιστροφή σε μια παλαιά κανονικότητα, που δημιουργούσε εισοδήματα τεχνητά, μέσα από κλειστές αγορές και γραφειοκρατικούς περιορισμούς. Όταν δεν εφαρμόζονται οι αναγκαίες αλλαγές, η οικονομία χάνει έδαφος τελικά και με βαρύ κοινωνικό κόστος. Νομίζω πως σταδιακά αυτή η θέση γίνεται ευρύτερα κατανοητή.
ΕΡ: Η οικονομική ανάλυση είναι μια διαρκής αναθεώρηση ανάλογα με τις εξελίξεις. Σας έρχεται στην σκέψη κάποια εκτίμηση που προχωρήσατε σε αναθεώρηση προς το καλύτερο και κάποιες προς το χειρότερο;
Πολλές πλευρές των διεθνών εξελίξεων δεν ήταν αναμενόμενες. Αρχικά, εντυπωσιάζει πως η παγκόσμια οικονομία αποδείχτηκε πολύ περισσότερο ανθεκτική σε διακυμάνσεις και απρόοπτα, από το Brexit και την προστατευτική ρητορική στις ΗΠΑ, έως τη διαχείριση χρεών και την πανδημία. Η ταχύτητα με την οποία η τεχνολογία και το εμπόριο οδηγούν σε αύξηση εισοδημάτων σε πολλές περιοχές, όπως σε μέρη της Ασίας, είναι επίσης αξιοσημείωτη. Ταυτόχρονα, ενδιαφέρον όσο και ανησυχητικός είναι ο ισχυρότερος ρόλος που αποκτούν στην παγκόσμια σκακιέρα οικονομίες που στο κοινωνικό πεδίο δεν λειτουργούν τόσο κοντά σε αυτό που νοείται ως δημοκρατική λειτουργία. Σχετικά, το πώς θα γίνει περισσότερο αποτελεσματική, ενώ θα έχει όλο και πιο ξεκάθαρη δημοκρατική θεσμική λειτουργία, είναι και το επόμενο μεγάλο ερώτημα για την ενωμένη Ευρώπη.
EΡ: Τέσσερις δεκαετίες περίπου στα αμφιθέατρα. Ως φοιτητής, ως καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών από το 2003, Πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης από το 2007 έως το 2011. Βρίσκεστε σε απευθείας συνομιλία με την νέα γενιά. Μαζί με την νέα γενιά. Είναι σήμερα αισιόδοξοι οι νέοι για την πορεία της χώρα μας;
Οι νέοι άνθρωποι είναι πάντα αισιόδοξοι. Και έτσι πρέπει να είναι, ακόμη και αν δεν κατανοούν όλες τις ευκαιρίες ή τα προβλήματα.
ΕΡ: Βλέπουν το μέλλον τους στην Ελλάδα ή αναζητούν ακόμη τρόπους φυγής προς τα έξω;
Οι περισσότεροι ασφαλώς θέλουν να μείνουν στον τόπο τους, για προσωπικούς και κοινωνικούς λόγους. Αρκετοί αντιλαμβάνονται πως μπορούν να έχουν ταχύτερη επαγγελματική, επιστημονική ή και κοινωνική ανέλιξη στο εξωτερικό και το προγραμματίζουν. Αυτό δεν είναι περίεργο ή αρνητικό, και το δυναμικό των Ελλήνων που σπουδάζει και εργάζεται στο εξωτερικό είναι πολύ σημαντικό και για τη χώρα. Αρκεί να μην κόβουν τις σχέσεις τους και να είναι ανοιχτοί για συνεργασίες και δυνητική επιστροφή. ‘Αλλωστε, η κινητικότητα ανθρώπων και ιδεών συνολικά είναι κρίσιμη για την οικονομία όσο και για την εκπαίδευση και την επιστήμη. Είμαστε μέρος της Ευρώπης και θα έπρεπε να φιλοδοξούμε να είμαστε και ένας κεντρικός δυναμικός κόμβος στην ευρύτερη περιοχή μας.
ΕΡ: Επιγραμματικά ποιες είναι οι μεγαλύτερες ανησυχίες τους;
Σαφώς το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι πως η οικονομία μας δεν δημιουργεί αρκετές καλές θέσεις εργασίας, ιδίως για όσους προσπαθούν να εργαστούν πρώτη φορά. Αυτό σχετίζεται φυσικά και με την πορεία που στα χρόνια εκπαίδευσης.
EΡ: Έχετε εργασθεί σε κορυφαίες ακαδημαϊκές θέσεις στην Αμερική και την Ευρώπη. Τελικά τι έχει να «ζηλέψει» το Ελληνικό Πανεπιστήμιο, σε σχέση με άλλα ανώτατα ιδρύματα;
Δεν μπορεί ούτε πρέπει να είναι όλα τα Πανεπιστήμια σε μια χώρα ίδια. Τα σχετικά καλύτερα Ιδρύματα και Τμήματα, που θα έπρεπε να φιλοδοξούν να συγκρίνονται με τα κορυφαία στην Ευρώπη, υστερούν κυρίως γιατί είναι δυσκίνητα και γραφειοκρατικά, δεν ανταμείβουν τους καλούς ερευνητές και φοιτητές και δεν έχουν στενή σχέση με την παραγωγή. Η επιστήμη και η έρευνα πρώτης γραμμής έχουν παγκόσμιους κανόνες και υποφέρουν όταν προσπαθούμε να τις προσαρμόσουμε στο περιθώριο άλλες προτεραιοτήτων. Σε άλλα Ιδρύματα και Τμήματα, τα προβλήματα μπορεί να είναι ακόμη μεγαλύτερα, όπως η βασική έλλειψη σχεδιασμού, πόρων και λογοδοσίας. Συνολικά, η υστέρηση στην ανώτατη εκπαίδευση επηρεάζει όσο και επηρεάζεται από την εσωστρέφεια της οικονομίας μας.
EΡ: Κλείνοντας, επιγραμματικά ποιο είναι το μέλλον της ελληνικής οικονομίας;
Θα ήθελα να πω πως είναι πολύ θετικό, γιατί πράγματι υπάρχουν οι συνθήκες. Όμως, σημαντικές ευκαιρίες έχουν χαθεί και στο παρελθόν. Το κρίσιμο, σήμερα, είναι να γίνει κατανοητό πως η οικονομία μπορεί να αναπτυχθεί εντυπωσιακά, αλλά μόνο μέσα από την αλλαγή της.