Την Κυριακή το πρωί έγινε γενικό προσκλητήριο του Α’ Τάγματος μπροστά στο Διοικητήριο. Μετά δόθηκε διαταγή να πάμε στο «Θέατρο» για να μας μιλήσουν. Οπως μπαίνουμε στη χαράδρα που είναι το θέατρο, μας κύκλωσαν ένοπλοι και πριν ακόμα διαμαρτυρηθούμε γι’ αυτό, άρχισαν να μας πυροβολούν. Σκοτώθηκαν 5 και τραυματίστηκαν 10. Κανένας μας δεν κουνήθηκε και φωνάξαμε «Αίσχος δολοφόνοι». Αυτοί σταματούν, τα χάνουν (…) Εμείς μαζευόμαστε μπροστά στο Διοικητήριο και ζητάμε να δούμε το διοικητή Βασιλόπουλο. Μετά από την έντονη απαίτησή μας παρουσιάζεται ο διοικητής και δέχεται μια επιτροπή από 4 στρατιώτες (…)
Μετά απ’ αυτά πάμε στις σκηνές μας, κηρύσσουμε απεργία πείνας, βάζουμε πένθη πάνω στις σκηνές και μένουμε κλεισμένοι μέσα. Η υπόλοιπη μέρα περνά ήσυχα. Τη Δευτέρα το πρωί μας μιλάει ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης μέσα από το περιπολικό που τριγυρνούσε γύρω από το νησί. Μας κατηγορεί για στάση. Είναι η πρώτη προσπάθεια διαστρέβλωσης των γεγονότων. Το μεσημέρι ξεφορτώνονται στο τάγμα μας τρία αυτοκίνητα με εγκληματίες του Γ’ Τάγματος. Χωρίς προειδοποίηση αρχίζουν να πυροβολούν.
Πεταγόμαστε απ’ τις σκηνές μας και μαζευόμαστε όλοι έξω από τις σκηνές του 2ου λόχου. Αμυνόμαστε με πέτρες και τα χέρια δίνοντας τα κορμιά μας στις σφαίρες. Οι νεκροί και οι τραυματίες αρχίζουν να γεμίζουν τους χώρους. Οσους βρίσκουν μέσα στις σκηνές τους εκτελούνε επιτόπου. Κτυπούν λυσσασμένα. Τραβιόμαστε κάτω απ’ τα μαγειρεία, ψάλλουμε τον εθνικό ύμνο, οι δολοφόνοι μας χτυπούν με αυτόματα, πολυβόλα.
Οσοι ρίχτηκαν για να σωθούν στη θάλασσα σκοτώθηκαν από το περιπολικό (λένε πώς κ’ ο ίδιος ο Μπαϊρακτάρης κτυπούσε). Υστερα από 1 ώρα μας συγκεντρώνουν σ’ έναν ανοιχτό χώρο, αρχίζουν να φωνάζουν ονόματα και να ξεδιαλέγουν. Αυτούς που πρωτοδιάλεξαν τους χτυπούν 15 λυσσασμένοι φρουροί με χοντρά ξύλα και τους σκοτώνουν με τα ξύλα. Εναν αφού τον δείρανε μέχρις αναισθησίας βγάζει ένας φρουρός το περίστροφο και τον εκτελεί μπροστά μας. Ξεχωρίζουν συνέχεια 120 για να τους περάσουν απ’ το στρατοδικείο.
Η παραπάνω διήγηση δημοσιεύτηκε στον παράνομο «Ριζοσπάστη» στις 25-3-1948. Η συνταρακτική μαρτυρία αφορούσε την ομαδική σφαγή περισσότερων από 300 φαντάρων του Α’ Ειδικού Τάγματος Οπλιτών (ΕΤΟ) που έγινε στις 29 Φλεβάρη – 1 Μάρτη 1948 στο στρατόπεδο της Μακρονήσου, που είχε ξεκινήσει να λειτουργεί στις 28 Μάη 1947.
Συνολικά στο νησί κρατήθηκαν, κατά μια εκδοχή, πάνω από 100.000 άτομα. Αρχικά, φαντάροι και αξιωματικοί και στη συνέχεια και «επικίνδυνοι πολίτες», άντρες και γυναίκες. Ακόμα και ανήλικα παιδιά.
Η βία, τα βασανιστήρια ήταν καθημερινό φαινόμενο στη Μακρόνησο: Βασανιστήρια όπως το ξύλο με σύρματα, καδρόνια και ξύλα μπαμπού, φάλαγγα, ψυχρολουσία, έκθεση στον ήλιο, στο κρύο, κάψιμο με πυρωμένα σίδερα, συνδυάζονταν με ώρες καψονιών όπως η ορθοστασία, το κουβάλημα βράχων και η ακινησία, με στόχο την απόσπαση δηλώσεων μετανοίας.
Κολοφώνα της βίας αποτέλεσε η ομαδική σφαγή του Α’ ΕΤΟ. Τότε δολοφονήθηκαν περισσότεροι από 300 φαντάροι, τα νεκρά σώματα των οποίων βυθίστηκαν στο νερό. Ο Μίμης Βρονταμίτης, καπετάνιος του επιταγμένου από το κράτος καϊκιού που μετέφερε τους νεκρούς, διηγήθηκε:
«Στο φοβερό τουφεκίδι του Μάρτη 1948 ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο (…)
Ανοιγόμασταν τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο. Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας. Αυτό ξανάγινε. Οι νεκροί όλοι – όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν – έναν…».
Το αστικό κράτος και ο Τύπος του παρουσίασαν το φοβερό αυτό έγκλημα ως «στάση» των εξόριστων φαντάρων και πολλοί από τους επιζήσαντες δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο ως «στασιαστές».
Εως σήμερα παραμένει άγνωστος ο ακριβής αριθμός και τα πρόσωπα των νεκρών της φοβερής αυτής σφαγής.
(Διήγηση φαντάρου του Α’ Τάγματος Σκαπανέων)
Βλ. περισσότερα:
– «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1939», τόμ. Β2, «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2018, σελ. 234-253.
– «Ριζοσπάστης», 29.2.2004.
– Συλλογικό, «Μακρόνησος. Ιστορικός τόπος», τόμ. Α’, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2002.
Πηγή: Ριζοσπάστης