Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιστρέφοντας από το Παρίσι και ιδρύοντας τη Νέα Δημοκρατία έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία μιας μεγάλης δημοκρατικής παράταξης στην οποία θα συμμετείχαν οι φιλελεύθερες αστικές δυνάμεις του Κέντρου και της Δεξιάς.
Του Χάρη Παυλίδη
Η Ιδρυτική Διακήρυξη της Νέας Δημοκρατίας αποτελεί μια πρώτη προσπάθεια αποκατάστασης των τραυματικών σχέσεων μεταξύ κεντρώων και δεξιών που είχαν ως εκλυτικό αίτιο τις παρεμβάσεις των Ανακτόρων στα πολιτικά πράγματα της χώρας και οδήγησαν στη δικτατορία.
Στη συνέχεια μια σειρά ομιλιών του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Κεντρική Επιτροπή της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και δημόσιων παρεμβάσεων και τοποθετήσεων που είχαν στόχο να αναδείξουν την ιστορική αντίφαση της συνοδοιπόρευσης των κεντρώων με την Αριστερά, έβαλαν τη βάση ώστε η Νέα Δημοκρατία να αποτελέσει ένα πρωτοποριακό πολιτικό πείραμα για τα δεδομένα της Μεταπολίτευσης: Τη δημιουργία μιας μεγάλης παράταξης της σύνθεσης, της συναίνεσης και της εθνικής συνεννόησης.
Συνεπώς η Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή δεν ιδρύθηκε το 1974 για να εκφράσει το χώρο της Δεξιάς, όπως διάφοροι όψιμοι «νεο-καραμανλικοί» υποστηρίζουν, αλλά για να καλύψει ιδεολογικά και πολιτικά όλο το φάσμα του κεντρώου φιλελεύθερου χώρου. Και αυτό επιτεύχθηκε μέσα από μια διαδικασία μετεξέλιξης της κοινωνικής βάσης των αστικών δυνάμεων η οποία ενίσχυσε την προσέγγιση σε επίπεδο κορυφής για να καταλήξει στην πολιτική σύνθεση με καταλύτη τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Η Κεντροδεξιά είχε πλέον και την πολιτική «νομιμοποίηση» για να εκπροσωπήσει παραταξιακά όλο το φάσμα των αστικών δυνάμεων που τελούσε υπό την ομηρία αφενός της Αριστεράς, λόγω των «τύψεων» που εντέχνως είχε καλλιεργήσει με το αφήγημά της στην δημοκρατική παράταξη, και αφετέρου της συντηρητικής Δεξιάς που ήταν εγκλωβισμένη στο αφήγημα του «αντι-βενιζελισμού» που χρησιμοποιούσαν τα Ανάκτορα ώστε να βασιλεύουν δια της διαίρεσης του αστικού πολιτικού χώρου.
Αυτό τελείωσε με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και πιστοποιήθηκε από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Ο δεύτερος μάλιστα ως φυσικός ηγέτης του κεντρώου χώρου έδωσε το δικό του στίγμα στη Νέα Δημοκρατία ενισχύοντας το φιλελεύθερο προφίλ της. Στα «πέτρινα» χρόνια έδωσε σκληρές μάχες με το πανίσχυρο ΠΑΣΟΚ της εποχής και κινητοποιώντας ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις επανάφερε την Κεντροδεξιά σε τροχιά εξουσίας. Ο εκλογικός θρίαμβος επί ενός πανίσχυρου συστήματος και ενός ισχυρού ηγέτη όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου οφείλεται στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Σε κάθε περίπτωση οι ηγέτες της παράταξης που διαδέχθηκαν τον ιδρυτή και εκείνοι που ακολούθησαν την εποχή Μητσοτάκη συνέβαλαν ώστε η Νέα Δημοκρατία να καθιερωθεί ως η γνήσια έκφραση του αστικού φιλελευθερισμού και του ευρωπαϊσμού στη χώρα μας. Ο Κώστας Καραμανλής, ο πρώτος Πρωθυπουργός μετά από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και ο Αντώνης Σαμαράς πήγαν ένα βήμα μπροστά στην παράταξη και τη χώρα. Ο πρώτος με το μεσαίο χώρο και ο δεύτερος κρατώντας την Ελλάδα εντός της ευρωζώνης δημιούργησαν τις συνθήκες ώστε η Νέα Δημοκρατία να κρατήσει τον φιλελεύθερο ευρωπαϊκό της προσανατολισμό και τον πατριωτικό χαρακτήρα της. Και στους δύο η Ελλάδα οφείλει πολλά.
Με τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη η Ελλάδα ξεκίνησε τη μετάβαση στη νέα εποχή, μέσα από τις αναγκαίες κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις και τις απαραίτητες παρεμβάσεις που στοχεύουν στον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας του κράτους. Με τον ηγέτη της Κεντροδεξιάς Κυριάκο Μητσοτάκη η Νέα Δημοκρατία μετεξελίσσεται σ’ ένα σύγχρονο ανοιχτό κόμμα, διατηρώντας ωστόσο τις αρχές της Ιδρυτικής Διακήρυξης προσαρμοσμένες στα δεδομένα των καιρών.
Σε δύο μήνες από σήμερα συμπληρώνονται δύο χρόνια από την εκλογική νίκη της Νέας Δημοκρατίας και ίσως είναι ο καταλληλότερος χρόνος προκειμένου η πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη και της παράταξης να αξιοποιηθεί στη διετία που ακολουθεί σηματοδοτώντας την επανεκκίνηση σε όλα τα επίπεδα, μετά μάλιστα και την σταδιακή επιστροφή στη κανονικότητα που αναπόφευκτα θα αλλάξει την ατζέντα της καθημερινότητας.
Με δεδομένο ότι ο πολιτικός χρόνος θα αρχίσει να μετράει αντίστροφα ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιχειρήσει να ανεβάσει τους τόνους και να πολώσει με τη δοκιμασμένη συνταγή του διχασμού. Και επειδή το «έργο» το έχουμε ξαναδεί, όταν μάλιστα επί του σεναρίου επενεργούν και εξωθεσμικοί παράγοντες των οποίων πλήττονται τα συμφέροντα, η επανεκκίνηση θα πρέπει να συνδυασθεί με «πανστρατιά» και ετοιμότητα του κομματικού μηχανισμού σαν να είχαμε εκλογές… χθες.
Προφανώς δεν υπάρχει λόγος για εκλογές και ασφαλώς δεν θα γίνουν. Όχι γιατί θα τις κέρδιζε ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά γιατί θα έχανε η Ελλάδα. Και ο Πρωθυπουργός με την ευθύνη που τον διακρίνει δεν θα άφηνε να χάσει η Ελλάδα.