Η επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές της 20ής Νοεμβρίου 1977 επέτρεψε τον σχηματισμό κυβέρνησης υπό την προεδρία του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Του Αντώνη Κλάψη*
Έχοντας εξασφαλίσει 171 έδρες, η κυβέρνηση Καραμανλή συνέχισε την πολιτική που είχε εγκαινιάσει τρία χρόνια νωρίτερα. Μείζων στόχος παρέμενε σταθερά η επιτάχυνση των διαπραγματεύσεων με την ΕΟΚ, έτσι ώστε να εξασφαλιζόταν το συντομότερο δυνατόν η πλήρης ένταξη της Ελλάδας σε αυτή.
Στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, το ΠΑΣΟΚ είχε πλέον εμπεδωθεί στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η ανοδική πορεία του ΠΑΣΟΚ ήταν αντιστρόφως ανάλογη με εκείνη της Ενωσης Δημοκρατικού Κέντρου (ΕΔΗΚ). Το απογοητευτικό αποτέλεσμα της κάλπης (11,95% και μόλις 16 έδρες) είχε ως αποτέλεσμα την παραίτηση του Γεωργίου Μαύρου από την ηγεσία της ΕΔΗΚ και την αντικατάστασή του από τον Ιωάννη Ζίγδη. Όμως ούτε αυτή η εξέλιξη αρκούσε για να αναστείλει τη φθορά του κόμματος. Πολύ σύντομα, άρχισαν να εκδηλώνονται εσωτερικές εντάσεις και να αναπτύσσονται φυγόκεντρες δυνάμεις, οι οποίες σταδιακά πήραν τη μορφή τάσεων απόσχισης από τον κομματικό κορμό.
Μικρός ανασχηματισμός με δύο νέα πρόσωπα
Παρά το γεγονός ότι το κυβερνών κόμμα διέθετε ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία, στα ηγετικά κλιμάκια της Νέας Δημοκρατίας άρχισαν πολύ γρήγορα να αναπτύσσονται σκέψεις για την πιθανότητα διεύρυνσης προς την κατεύθυνση του Κέντρου. Οι ζυμώσεις εντάθηκαν την άνοιξη του 1978, όταν πλέον διαπιστώθηκε η πιθανότητα θετικής ανταπόκρισης είτε βουλευτών που είχαν πρόσφατα ανεξαρτητοποιηθεί από την ΕΔΗΚ, είτε των δύο βουλευτών του Κόμματος Νεοφιλελευθέρων. Στις αρχές Μαΐου οι φήμες επιβεβαιώνονταν και από δημοσιεύματα του φιλοκυβερνητικού Τύπου. Τα σενάρια είχε προκαταβολικά τροφοδοτήσει ο Καραμανλής, ο οποίος σε ομιλία του προς τη Διοικούσα Επιτροπή της Νέας Δημοκρατίας στις αρχές Μαρτίου υπογράμμισε ότι το κόμμα κάλυπτε και τον χώρο του παραδοσιακού Κέντρου.
Η από καιρό αναμενόμενη κεντρώα διεύρυνση της Νέας Δημοκρατίας πραγματοποιήθηκε στις 10 Μαΐου. Στις τάξεις του κυβερνώντος κόμματος προσχώρησαν ο αρχηγός και βουλευτής του Κόμματος Νεοφιλελευθέρων Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο ανεξάρτητος βουλευτής, προερχόμενος από την ΕΔΗΚ, Αθανάσιος Κανελλόπουλος. Στήριξη προς την κυβέρνηση δήλωσε ότι θα παρείχε και ο έτερος βουλευτής του Κόμματος Νεοφιλελευθέρων, Παύλος Βαρδινογιάννης, αν και τυπικά παρέμεινε ανεξάρτητος. Παράλληλα, οι Μητσοτάκης και Κανελλόπουλος ορκίστηκαν υπουργοί Συντονισμού και Οικονομικών αντίστοιχα. Η προσθήκη των δύο νέων μελών στο υπουργικό συμβούλιο είχε ως αποτέλεσμα έναν μικρό κυβερνητικό ανασχηματισμό: ο Γεώργιος Ράλλης μετακινήθηκε από το υπουργείο Συντονισμού στο υπουργείο Εξωτερικών αντικαθιστώντας τον Παναγή Παπαληγούρα, ενώ ο Ιωάννης Μπούτος αποχώρησε από το υπουργείο Οικονομικών προκειμένου να αναλάβει το χαρτοφυλάκιο του υπουργού Γεωργίας στη θέση του Αθανασίου Ταλιαδούρου.
Ένταξη ικανών στελεχών με ευρωπαϊκή προσήλωση
Η διεύρυνση είχε πολυδιάστατη στόχευση και αντίστοιχα πολλαπλή αιτιολόγηση. Πρώτον, ενέτασσε στο κυβερνητικό σχήμα δύο ικανά στελέχη. Τόσο ο Μητσοτάκης όσο και ο Κανελλόπουλος διέθεταν μεγάλη εμπειρία στα οικονομικά ζητήματα, τα οποία αποτελούσαν αιχμή του δόρατος της κυβερνητικής πολιτικής ιδίως στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων με την ΕΟΚ. Ο Μητσοτάκης είχε αξιόλογη υπουργική προϋπηρεσία, καθώς κατά το παρελθόν –στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και κατόπιν το διάστημα 1963-1966– είχε συμμετάσχει σε διάφορα κυβερνητικά σχήματα, αναλαμβάνοντας χαρτοφυλάκια οικονομικού αντικειμένου. Μικρότερη, αλλά όχι αμελητέα, ήταν η υπουργική διαδρομή του Κανελλόπουλου, ο οποίος είχε χρηματίσει υφυπουργός Συντονισμού στην κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου το 1964-1965 και, αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών, υπουργός Εμπορίου στο πλαίσιο της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας (Ιούλιος – Νοέμβριος 1974).
Δεύτερον, οι Μητσοτάκης και Κανελλόπουλος διέθεταν ένα σημαντικό κοινό χαρακτηριστικό: την ειλικρινή και ανεπιφύλακτη προσήλωσή τους στο ιδανικό της ευρωπαϊκής ενοποίησης και στην ανάγκη συμμετοχής της Ελλάδας σε αυτή. Οι αντιλήψεις τους αυτές δεν ήταν συγκυριακές, καθώς είχαν εκφραστεί ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν προέκυψε η προοπτική σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ. Αυτές οι αντιλήψεις τους αποτελούσαν, εξάλλου, λογική συνέχεια των φιλελεύθερων καταβολών τους, οι οποίες φυσιολογικά τους προδιέθεταν θετικά, από άποψη ιδεολογική αλλά και πρακτική, απέναντι σε κάθε προσπάθεια ενσωμάτωσης της χώρας σε θεσμούς διακρατικής συνεργασίας και υπερεθνικής ολοκλήρωσης.
Τρίτον, η διεύρυνση του μείζονος κόμματος της Δεξιάς προς τον χώρο του Κέντρου δεν ήταν μία καινοφανής πρακτική, αλλά συνεχόταν με ευρύτερους στρατηγικούς προσανατολισμούς του Καραμανλή. Ηδη από την εποχή της ίδρυσης της ΕΡΕ στις αρχές του 1956, ο ίδιος είχε επιλέξει το «άνοιγμα» προς το φιλελεύθερο Κέντρο, εντάσσοντας στο νεοσύστατο κόμμα διακεκριμένες κεντρογενείς πολιτικές προσωπικότητες, όπως για παράδειγμα ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Γρηγόριος Κασιμάτης. Αλλά και το 1974, συμπεριέλαβε στις τάξεις της Νέας Δημοκρατίας επιφανή κεντρώα πολιτικά στελέχη, όπως οι Δημήτριος Παπασπύρου, Γεώργιος Μπακατσέλος, Ιωάννης Τούμπας και Θεοχάρης Ρέντης.
Πολλά από αυτά τα πρόσωπα, τόσο της πρώτης όσο και της δεύτερης περιόδου, όχι μόνο ανέλαβαν υπουργικά καθήκοντα, αλλά επιπλέον εντάχθηκαν στον σκληρό πυρήνα του επιτελείου του Καραμανλή. Ορισμένοι, μάλιστα, βρέθηκαν σε ύπατα αξιώματα: ο Τσάτσος εξελέγη πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας βάσει του Συντάγματος του 1975 (το οποίο σε μεγάλο βαθμό ο ίδιος είχε διαμορφώσει) και ο Παπασπύρου πρόεδρος της Βουλής τον Δεκέμβριο του 1977, ενώ ο Αβέρωφ ανήλθε στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας τον Δεκέμβριο του 1981. Εχει ενδιαφέρον ότι την πορεία του Αβέρωφ έμελλε να ακολουθήσει ο Μητσοτάκης, ο οποίος τον διαδέχθηκε στην αρχηγία του κόμματος το 1984, έχοντας στο μεταξύ διατελέσει υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση του Γεωργίου Ράλλη το 1980-1981, όπως αντίστοιχα ο Αβέρωφ είχε διατελέσει υπουργός Εξωτερικών στις κυβερνήσεις Καραμανλή την επταετία 1956-1963.
Δικαίωση των προσδοκιών
Με την ενσωμάτωση των νέων στελεχών η Νέα Δημοκρατία φιλοδοξούσε να διευρύνει την εκλογική της βάση. Το αποτέλεσμα των εκλογών του Νοεμβρίου του 1977 είχε επιτείνει αυτή την ανάγκη. Η Νέα Δημοκρατία είχε μεν εξασφαλίσει την πρώτη θέση, αλλά με σαφώς μειωμένα ποσοστά σε σύγκριση με τις εκλογές του 1974, ενώ παράλληλα στα δεξιά της η Εθνική Παράταξη διατηρούσε υπολογίσιμη επιρροή. Ενόψει της διαφαινόμενης αποσύνθεσης της ΕΔΗΚ, ήταν αναμενόμενο πολλοί από τους παραδοσιακούς κεντρώους ψηφοφόρους να αναζητήσουν εναλλακτική κομματική στέγη. Επομένως, ο στόχος της Νέας Δημοκρατίας ήταν να προσεταιριστεί όσο το δυνατόν περισσότερους από αυτούς τους ψηφοφόρους, αποτρέποντας κατά το δυνατόν τη στροφή προς το ΠΑΣΟΚ, το οποίο εμφάνιζε μεγάλη δυναμική και που φιλοδοξούσε σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα να διεκδικήσει την εξουσία.
Τέλος, η αύξηση των μελών της κοινοβουλευτικής ομάδας της Νέας Δημοκρατίας διευκόλυνε την επίτευξη ενός ακόμα στόχου: την εξασφάλιση αρκετών ψήφων για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία αναμενόταν να πραγματοποιηθεί ακριβώς δύο χρόνια αργότερα. Βάσει του Συντάγματος, ήταν απαραίτητες τουλάχιστον 180 ψήφοι υπέρ του όποιου υποψήφιου προέδρου ώστε να εκλεγεί στον τρίτο γύρο της ψηφοφορίας κι έτσι να αποφευχθεί η πρόωρη διάλυση της Βουλής και η προκήρυξη εκλογών. Είναι βέβαιο ότι ο Καραμανλής είχε ήδη αρχίσει να σκέφτεται σοβαρά το ενδεχόμενο μεταπήδησης στην προεδρία της Δημοκρατίας, αφού ολοκληρώνονταν με αίσιο τρόπο οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη στην ΕΟΚ. Εξάλλου, η παρουσία του Καραμανλή στην προεδρία θα λειτουργούσε εξισορροπητικά σε περίπτωση που το ΠΑΣΟΚ κατόρθωνε όντως να κερδίσει την πλειοψηφία στις επόμενες εκλογές, ιδίως προς την κατεύθυνση της χαλιναγώγησης των αντιευρωπαϊκών και ευρύτερα αντιδυτικών θέσεων που υποστηρίζονταν δημόσια από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ.
Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, η κεντρώα διεύρυνση της Νέας Δημοκρατίας που πραγματοποιήθηκε το 1978 δικαίωσε σε πολύ μεγάλο βαθμό τις προσδοκίες όσων την είχαν σχεδιάσει. Η Νέα Δημοκρατία ενίσχυσε τον χαρακτήρα της ως κόμματος της Κεντροδεξιάς και όχι μόνο της παραδοσιακής Δεξιάς, το κυβερνητικό σχήμα ωφελήθηκε από τη εμπειρογνωμοσύνη των νέων μελών του, τα οποία επιπλέον συνέβαλαν θετικά στην επίτευξη του μείζονος στόχου της ένταξης στην ΕΟΚ, ενώ η προεδρική εκλογή του 1980 εξελίχθηκε προς όφελος του Καραμανλή χάρη και στις ψήφους των ενισχύσεων που προκαταβολικά εξασφαλίστηκαν το 1978. Αντίθετα, η διεύρυνση δεν αποδείχθηκε αρκετή ώστε να λειτουργήσει ως αποτελεσματικό ανάχωμα αφενός στην περαιτέρω φθορά της Νέας Δημοκρατίας, αφετέρου στην ενίσχυση της επιρροής του ΠΑΣΟΚ στην πορεία προς τις κάλπες, η οποία θα απέληγε στον θρίαμβό του στις εκλογές του Οκτωβρίου του 1981.
- Ο κ. Αντώνης Κλάψης είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Το βιβλίο του με τίτλο «1974: Μεταπολίτευση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. To άρθρο δημοσιεύεται στην Καθημερινή.