Διακόσια χρόνια μετά την έναρξη του Αγώνα για την κήρυξη του ελληνικού κράτους και 110 χρόνια μετά τη γέννηση του Οδυσσέα Ελύτη, η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου, που υπήρξε η σύντροφος της ζωής του, παρουσιάζει μια αντιπροσωπευτική επιλογή όχι από ποιήματα αλλά από πεζά του κείμενα για την Ελλάδα και τον ελληνισμό.
Σε ένα κομψά σχεδιασμένο τομίδιο, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίκαρος υπό τον τίτλο «Η Ελλάδα του Ελύτη», η Ηλιοπούλου ανθολογεί χωρία και αποσπάσματα από τα βιβλία του ποιητή «Ανοιχτά χαρτιά» (1974), «Εν λευκώ» (1983) και «Συν τοις άλλοις» (2011, περιλαμβάνει εκλογή από τις συνεντεύξεις του). Κείμενα που μιλούν, όπως παρατηρεί η ανθολόγος στο εισαγωγικό της σημείωμα, για την Ελλάδα, την ιστορία του ελληνισμού, την ελληνική γλώσσα, την ελληνική θάλασσα και το Αιγαίο, την ελληνική φύση, την ελληνική τέχνη και την ελληνική πραγματικότητα. Τι ακριβώς μπορούμε να αποκομίσουμε από ένα τέτοιο απάνθισμα; Μεταπολιτευτικά, ο Ελύτης μπήκε συχνά στο στόχαστρο με επίκεντρο το τι φρονούσε για την Ελλάδα, αλλά και το πώς προσέγγιζε το Αιγαίο πέλαγος και το ελληνικό φως. Πολλές φορές έγιναν νύξεις για την υπέρμετρη εθνική του ιδεολογία, για τον μονολιθικό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε την ελληνική γλώσσα, εξυμνώντας με ενθουσιασμό τις υπεριστορικές αρετές της, καθώς και για την ωραιοποιητική του αντίληψη για το Αιγαίο και για τις ελληνικές θάλασσες, όπως αναφέρει το ΑΠΕ σε σχετικό του δημοσίευμα.
Αρκεί να ξεφυλλίσουμε, έστω και με στοιχειώδη προσοχή, το ανθολόγιο της Ηλιοπούλου για να διαπιστώσουμε πως η κριτική που ασκήθηκε με αυτούς τους όρους στον Ελύτη βρίσκεται μακριά από το πραγματικό νόημα των γραπτών του, όταν δεν βαδίζει στην περιοχή του καθαρού μύθου. Ο ποιητής ξεκαθαρίζει ευθύς εξαρχής πως η Ελλάδα δεν αντιπροσωπεύει για τον ίδιο ένα πατριωτικό ή φυσιολατρικό αίσθημα, αλλά ένα είδος έκστασης και θάμβους. Το ίδιο ισχύει για το ελληνικό φως, που περιέχει όχι μόνο την απαστράπτουσα λάμψη του μα και το κενό ή σκιά και το μαύρο. Μικρή χώρα, απλωμένη σε μικρή έκταση, η Ελλάδα αποτελεί ένα σύνολο από πέτρες, βουνά, νερά, βράχους και θάλασσες οι οποίες πηγαίνουν πέρα από τον περιορισμένο τόπο τους, συνενώνοντας το Μυρτώο και τον Αχελώο με την Κριμαία, το Τέξας και τον Μισισιπή. Όσο για το Αιγαίο, δεν είναι γραφικότητα ή αφελής νεανικότητα, αλλά η ορμή και η διαύγεια του ακατάληπτου σε έναν ούτως ή άλλως πολυμερή και πολυπολικό κόσμο. Σε αναλόγως μυστηριακό και πολυσθενές κλίμα θα μιλήσει ο Ελύτης και για την ελληνική φύση, και κάπως έτσι καταλαβαίνει και την έννοια του κάθε άλλο παρά ελληνοπρεπούς ελληνισμού. Από την εποχή των προσωκρατικών και τα ελληνιστικά χρόνια μέχρι το Βυζάντιο και τον χριστιανισμό, τα πιο ετερόκλητα στοιχεία κινητοποιούνται και επιστρατεύονται προκειμένου να καταλήξουν στις πιο διαφορετικές ποικιλίες και διασταυρώσεις.
Και η ελληνική γλώσσα; Οι λέξεις, ο ήχος και η μακραίωνη επιβίωση των ελληνικών; Ο Ελύτης δεν είναι επιστήμονας και γλωσσολόγος ή μελετητής. Βλέπει τα φαινόμενα και τα καταγράφει ως ποιητής και η οπτική του έχει για άλλη μια φορά να κάνει με το θάμβος και με το θαύμα. Η γλώσσα αποκαλύπτει το μυστήριο της γέννησης των πραγμάτων, το ξαφνικό αγκάλιασμα της ψυχής μας με τη δύναμη και το βάθος υποβολής του φθόγγων – από εδώ αντλεί η γλώσσα το ήθος και την ηθική της, από εδώ ανασύρει και τη μεγάλη χρονική της διάρκεια. Γιατί η γλώσσα είναι μεταξύ άλλων ή είναι πρωτίστως ποίηση και επειδή η ελληνική ποίηση, από τη Σαπφώ και τον Όμηρο μέχρι και τις ημέρες μας, έχει καταφέρει να διατηρήσει στο ακέραιο, αν και με εντελώς διαφορετικό τρόπο κάθε φορά, τόσο το μέταλλο όσο και το μέγεθος της φωνής της.
Η Ελλάδα είναι για τον Ελύτη άσπρο και μαύρο, Δύση και Ανατολή, δημόσιος χώρος με πλήθος ιστορικές παραμορφώσεις, αλλά και τοπίο ανάπτυξης και κατίσχυσης του ατόμου, και εν κατακλείδι ένα αξεχώριστο άθροισμα φυσικών και ηθικών ποιοτήτων χωρίς ιδεολογικό και ρητορικό πρόσημο. Όπως το λέει ο ίδιος: ελιά και λουΐζα, μάρμαρο και πευκώνας, νεράντζι και θαλασσόβραχος, πάντοτε στα όρια του θαύματος.