Οπως ακριβώς στις εθνικές εκλογές, έτσι και στην κάλπη της Κυριακής για τους εκπροσώπους μας στο Ευρωκοινοβούλιο, συγκρούονται δύο διαφορετικοί κόσμοι. Από τη μία πλευρά, η συγκροτημένη, σοβαρή και με σαφή προοδευτικό και ευρωπαϊκό προσανατολισμό κεντροδεξιά που εκπροσωπείται από τη ΝΔ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Γράφει η Έρση Παπαδάκη

Και από την άλλη, η κεντροαριστερά που, δυστυχώς, θυμίζει φαρσοκωμωδία όταν αφενός ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Στέφανος Κασσελάκης προσπαθούν να πείσουν άπαντες για την περιουσιακή του κατάσταση που προκαλεί… πονοκέφαλο, ακόμη και στους συντρόφους του στην Κουμουνδούρου, αφετέρου το ΠΑΣΟΚ και ο Νίκος Ανδρουλάκης ψάχνουν μάταια να βρουν τα πατήματα και τις κατευθύνσεις τους, που κάθε άλλο παρά προοδευτικές ή μεταρρυθμιστικές μπορούν να χαρακτηριστούν.

Αλλωστε, ένα κοινό στοιχείο μεταξύ Κασσελάκη και Ανδρουλάκη, είναι ότι ουδείς μιλάει για την Ευρώπη, λίγα μόνο 24ωρα προτού ανοίξουν οι κάλπες και μάλιστα σε μια κρίσιμη αναμέτρηση για τους συσχετισμούς που θα προκύψουν και θα διαμορφώσουν τις ισορροπίες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ περιορίζονται στη στείρα κριτική κατά της κυβέρνησης και προσωπικά του κ. Μητσοτάκη και ονειρεύονται… ανατροπές του πολιτικού σκηνικού με βάση το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, μολονότι, όπως προκύπτει από τις ως τώρα δημοσκοπήσεις, όλα δείχνουν πως θα έχουμε μια επανάληψη των όσων διαδραματίστηκαν πέρυσι τον Μάιο και τον Ιούνιο: Μια άνετη επικράτηση της ΝΔ και τα δύο κεντροαριστερά κόμματα να δίνουν τη μάχη για τη δεύτερη θέση. Στις κάλπες της Κυριακής, Κασσελάκης και Ανδρουλάκης προσπαθούν να συγκρατήσουν τα ποσοστά που πέτυχαν στις εθνικές εκλογές, αποτυγχάνοντας να επιτελέσουν τον ρόλο της συγκροτημένης αντιπολίτευσης. Μιας αντιπολίτευσης σοβαρής, από την οποία έχει ανάγκη και η ίδια η κυβέρνηση για να μπορέσει να βελτιώσει τις δικές της επιδόσεις προς όφελος της χώρας, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Στην πρώτη γραμμή

Ο κ. Μητσοτάκης από τη δική του πλευρά μιλάει για την Ευρώπη και βάζει την Ελλάδα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Συνεχώς, για παράδειγμα, εξηγεί στους πολίτες ότι η ακρίβεια δεν είναι ένα ελληνικό φαινόμενο, αλλά φαινόμενο που έχει πλήξει όλες τις ευρωπαϊκές οικονομίες και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο διεκδικεί, για λογαριασμό της Ελλάδας, πρωταγωνιστικό ρόλο στις πρωτοβουλίες που επιχειρούν να πάρουν εθνικές κυβερνήσεις. Σε κάθε περίπτωση, ο πρωθυπουργός έχει καταφέρει να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της χώρας και ν’ αποτελεί σοβαρό και έντιμο συνομιλητή για τους εκπροσώπους των ευρωπαϊκών θεσμών, αλλά και τους ομολόγους του από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα πρωταγωνιστεί και δεν είναι ουραγός στην Ευρώπη και αυτό οφείλεται ξεκάθαρα στο προσωπικό κεφάλαιο του Κυριάκου Μητσοτάκη και τις κατευθύνσεις που δίνει στους υπουργούς και την κυβέρνησή του. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι η ΝΔ αποτελεί τον πιο ισχυρό βραχίονα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, βάσει των εκλογικών αποτελεσμάτων και της επιρροής που έχει στην ελληνική κοινωνία.

Την ίδια στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί ν’ αναζητεί μάταια τα πατήματά του, με τις παλινωδίες του κ. Κασσελάκη και την αδυναμία του να εμπνεύσει τους συντρόφους του. Χαρακτηριστική είναι η έντονη κριτική που δέχεται, από στελέχη που αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ και είτε ίδρυσαν τη Νέα Αριστερά είτε βρίσκονται σε άλλα μετερίζια, περί… δεξιού προφίλ καπιταλιστή, που απέχει πολύ από εκείνο ενός πραγματικού και σύγχρονου ηγέτη αριστερού κόμματος. Σε ότι αφορά το ΠΑΣΟΚ, έχει μετατραπεί σε κομπάρσο των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και το ηγετικό προφίλ του Ν. Ανδρουλάκη εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις εξαιρετικά αδύναμο.

Δεν αποτελεί συνεπώς έκπληξη πως για όλους τους παραπάνω λόγους, ακόμη και όσοι δηλώνουν κεντροαριστεροί, στο κρίσιμο ερώτημα της πρόθεσης ψήφου επιλέγουν τη ΝΔ και ως καταλληλότερο πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Και δεν θα προκαλέσει έκπληξη αν το βράδυ της Κυριακής, η κάλπη επαναβεβαιώσει ξανά το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών του 2023.