Στον ΣΥΡΙΖΑ που δεν έχουν ηθικές αναστολές να διασύρουν την χώρα με fake news για να πλήξουν τον πρωθυπουργό, δεν αρθρώνουν λέξη για τα εγκλήματα της Ρωσίας
Γράφει ο ΚΩΣΤΑΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ
Πού πηγαίνει άραγε εκείνη η χαρά μικρού παιδιού που σχηματίζεται στα πρόσωπα των στελεχών και των ευρωβουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ στο άκουσμα κάθε αρνητικής fake είδησης για την Ελλάδα, μόλις ακούν κάτι παρόμοιο για τη Ρωσία ή άλλους αγαπημένους τους προορισμούς, πρώην και νυν σοσιαλιστικούς παραδείσους;
Το πεδίο της ελευθερίας του Τύπου είναι εξαιρετικά προνομιακό για τις ικανότητες του ΣΥΡΙΖΑ, του προέδρου του και κάθε δημόσιας φωνής που τον εκπροσωπεί, στην εξάσκηση της αντιπολιτευτικής ρητορικής του, εντός και εκτός Ελλάδας. Με μόνο μία διαφορά: να μπορεί να στήνει έτσι το σκηνικό ώστε όλα να καταλήγουν στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αλλιώς καμία παραβίαση των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή της ελευθερίας του Τύπου, καμία κατάφωρη παραβίαση κάθε έννοιας δεοντολογίας, καμία «στρατευμένη» φωνή, ακόμα και με την πλευρά των βαρβάρων που εισέβαλαν στην Ουκρανία, δεν έχει νόημα αν δεν εξυπηρετεί τις στρατηγικές ανάγκες του κόμματος ή της «πορείας προς τον σοσιαλισμό».
Σημαία η τοξικότητα
Σημάδι της εξωφρενικής μονομέρειας, της τύφλωσης των ελληνικών ΜΜΕ που πρόσκεινται στην παράταξη που οραματίζεται να ξανακυβερνήσει έχοντας σημαία της την τοξικότητα, τα εμφυλιοπολεμικά συνθήματα και την καθημερινή ρητορική μίσους, είναι η απουσία της είδησης για την καταδίκη της Ρωσίδας δημοσιογράφου Μαρίας Πονομαρένκο. Η 44άχρονη δημοσιογράφος καταδικάστηκε από το περιφερειακό δικαστήριο στην πόλη της Σιβηρίας, Μπαρναούλ, σε έξι χρόνια φυλάκιση σε γκούλαγκ επειδή κατηγόρησε τις ρωσικές αεροπορικές δυνάμεις που βομβάρδισαν τον Απρίλιο του 2022 το θέατρο στη Μαριούπολη.
«Είναι αδύνατο να μείνεις σιωπηλός, γνωρίζοντας τον θάνατο χιλιάδων αθώων ανθρώπων. Οι υγιείς άνθρωποι είναι υπέρ της ειρήνης», είχε γράψει στον λογαριασμό της στο Telegram. Και αυτό ήταν ένα από τα «εγκλήματά της» κατά του δικτάτορα Πούτιν. Η Πονομαρένκο καταδικάστηκε, επίσης, σε πενταετή στέρηση της δημοσιογραφικής της ιδιότητας και της δυνατότητάς της να εργαστεί ως δημοσιογράφος.
H είδηση της φυλάκισής της έχει κάνει τον γύρο του κόσμου εδώ και 48 ώρες σε όλα τα μέσα ενημέρωσης του κόσμου, εκτός φυσικά από τα ελληνικά που λειτουργούν στον απόηχο των ηρωικών εποχών της παγκόσμιας σοσιαλιστικής υπόθεσης. Για αυτήν την εμμονική προσέγγιση της Ιστορίας δεν έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι στα γκούλαγκ της Σιβηρίας κατά τη διάρκεια της λενινιστικής και σταλινικής δικτατορίας από το 1920 έως το 1950 φυλακίστηκαν περίπου 20 εκατομμύρια άνθρωποι και βρήκαν τον θάνατο είτε από βασανιστήρια είτε από πείνα είτε εκτελέστηκαν περισσότερα από επτά ή οκτώ εκατομμύρια ενώ τελευταίοι υπολογισμοί ανεβάζουν τον αριθμό των νεκρών στα δέκα εκατομμύρια.
Η 44χρονη δημοσιογράφος κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης της ετυμηγορίας αφήνοντας σαφείς αιχμές κατά του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, δήλωσε πως «κανένα ολοκληρωτικό καθεστώς δεν ήταν ποτέ τόσο ισχυρό όσο πριν καταρρεύσει…» ενώ στο ερώτημα γιατί δεν ζήτησε επιείκεια, απάντησε: «Αν είχα κάνει κάποιο έγκλημα, τότε θα μπορούσα να ζητήσω επιείκεια. Εγκλημα είναι να εισβάλλεις εναντίον μιας γειτονικής σου χώρας» ενώ πρόσθεσε: «Για να αποδείξω την αθωότητά μου, αρκεί να ανοίξω το σύνταγμα και να το διαβάσω».
Ανταποκριτής… του Λαβρόφ
Ακόμα μία… ιστορική στιγμή της ελληνικής στρατευμένης δημοσιογραφίας συνιστά και η ανάρτηση του Ελληνα ανταποκριτή στη Μόσχα, Θανάση Αυγερινού, ο οποίος μία ακόμα φορά ταυτίστηκε με τη ρωσική προπαγάνδα, σε συνέντευξη Τύπου του Σεργκέι Λαβρόφ: «Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι #Lavrov ξεκίνησε πριν λίγο τη συνέντευξή του με πολλούς ξένους ανταποκριτές. Τι θα τον ρωτούσατε; Ας μαζεύουμε ιδέες για τώρα και για αργότερα, έτσι κι αλλιώς ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς, αν δεν γίνει καμιά στραβή με τα όπλα μαζικού ολέθρου βέβαια…»
Στο ίδιο μήκος κύματος κυμαίνονται και οι ανταποκρίσεις του όλο αυτό το διάστημα του πολέμου. Μια παλαιότερη είδηση, του 2016, την οποία μεταξύ άλλων είχε δημοσιεύσει και η εφημερίδα «Καθημερινή» υπό τον τίτλο: «Kοσμοναύτες στην Κρήτη για αποκατάσταση, μετά την επιστροφή τους από το Διάστημα» επιτρέπει ερμηνείες. Ενα κυβερνητικό πρότζεκτ για την αποκατάσταση της υγείας των Ρώσων κοσμοναυτών μετά την επιστροφή τους από διαστημικά ταξίδια, στο οποίο ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος ήταν συντονιστής και από τη θέση αυτήν ευχαριστούσε, τότε, τον περιφερειάρχη και τις τοπικές αρχές.
Οι ανταποκρίσεις του Θ. Αυγερινού στον τηλεοπτικό σταθμό Open, από την έναρξη του πολέμου και έπειτα, γεννούν ερωτήματα και παρά τις φαινομενικές ίσες αποστάσεις της πρώην δημοσιογράφου-παρουσιάστριας Πόπης Τσαπανίδου, στον ίδιο σταθμό, η εικόνα που έβγαινε προς τα έξω φαινόταν να ευνοούσε την πλευρά του Πούτιν και τα ρωσικά συμφέροντα. Δεν ήταν τυχαίο ότι ακόμα και η ρωσική πρεσβεία είχε αναγνωρίσει τις υπηρεσίες και είχε συστήσει δημοσίως στους Ελληνες τηλεθεατές να βλέπουν το συγκεκριμένο κανάλι.
Οι μηχανισμοί της ρωσικής προπαγάνδας, όπως έδειξε πρόσφατα και η αποκάλυψη της ομάδας OCCRP για τον επηρεασμό των κυπριακών κομμάτων υπέρ της Ρωσίας, είναι πολυπλόκαμοι και ιδιαίτερα ισχυροί. Αυτό, όμως, είναι διαφορετικό από την άκριτη υιοθέτηση από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ οποιουδήποτε αβάσιμου δημοσιεύματος στρέφεται εναντίον της Ελλάδας και τη δυσφημεί στο εξωτερικό, κάτι που προφανώς επιδιώκει η αξιωματική αντιπολίτευση. Η υπόθεση του Εβρου και το «Der Spiegel» και πιο πρόσφατα οι «New York Times» που ήγειραν θέμα δημοκρατίας στην Ελλάδα και αργότερα έριξαν τους τόνους κατανοώντας ότι είχαν παρασυρθεί, είναι τα δύο πιο τρανταχτά παραδείγματα του τελευταίου διαστήματος.
Η συγγνώμη της Μ. Στεβή
Για την ιστορία, το 2020 η Ματίνα Στεβή, μια από τις δημοσιογράφους των «New York Times», που συνυπέγραφε δυσφημιστικό για την Ελλάδα δημοσίευμα για «μυστικό κέντρο όπου κρατούνται μετανάστες και πρόσφυγες προτού σταλούν πίσω στην Τουρκία, χωρίς να τους δοθεί η ευκαιρία να κάνουν αίτηση χορήγησης ασύλου», αναγκάστηκε να ζητήσει συγγνώμη.
«Κανένας δεν έχει θυμώσει περισσότερο από εμένα για την παράλειψη του συναδέλφου μου στο ρεπορτάζ μας, η οποία έχει διορθωθεί, αλλά έθεσε υπό αμφισβήτηση την έρευνά μας, κυρίως στην Ελλάδα» έγραψε, μεταξύ άλλων, στο Facebook η δημοσιογράφος των «New York Times»