Σοπράνο που μεσουράνησε στο διεθνές στερέωμα κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, κατακτώντας το κοινό της όπερας σε όλο τον κόσμο, αρτίστα που ήρθε σε σύγκρουση με διάσημες μουσικές σκηνές της Ευρώπης και των ΗΠΑ, όπως η Σκάλα του Μιλάνου και η Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης, εφόσον κατηγορήθηκε για ματαίωση την τελευταία στιγμή προγραμματισμένων παραστάσεων, κόρη μιας μητέρας η οποία τη μεμφόταν από τα νιάτα μέχρι και τον πρόωρο θάνατό της, γυναίκα που ατύχησε στις σχέσεις της με τους άντρες και φωνή της οποίας το μέταλλο δεν έχει πάψει να συγκλονίζει, η Μαρία Κάλλας (1923-1977) διχάστηκε ανέκαθεν ανάμεσα σε δύο πρόσωπα: τη Μαρία με τα πλούσια, ρομαντικά αισθήματα και την αφοσίωσή της στον έρωτα και την αγάπη και την Κάλλας με τις υπέρογκες επαγγελματικές υποχρεώσεις και τα άπειρα τερτίπια από τα οποία δεν μπορεί να ξεφύγει ποτέ ένας καλλιτέχνης της κλάσης της.
Την ιδέα για τη δισυπόστατη Μαρία Κάλλας πρόβαλε για πρώτη φορά δημοσίως ο Γάλλος σκηνοθέτης Τομ Βολφ με το ντοκιμαντέρ «Maria By Callas: In Her Own Words» (2017), με τη Fanny Ardant και την Joyce DiDonato στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ο σκηνοθέτης διοργάνωσε εν συνεχεία μια έκθεση με φορέματα από παραστάσεις και προσωπικά αντικείμενα της Κάλλας ενώ το τρίτο βήμα του ήταν ένα βιβλίο με επιστολές και αυτοβιογραφικές αφηγήσεις της ίδιας. Το βιβλίο κυκλοφορεί τώρα σε πολύ καλή μετάφραση του Ανδρέα Παππά, υπό τον τίτλο «Μαρία Κάλλας. Γράμματα και αναμνήσεις», με εισαγωγή και επιμέλεια κειμένων του Βολφ (εκδόσεις Πατάκη). Ο Βολφ είναι επίσης ο ιδρυτής και η ψυχή του Fonds de Dotation Maria Callas, το οποίο έχει ως βασικό σκοπό τη συγκέντρωση και τη διαφύλαξη των προσωπικών αρχείων της σπουδαίας σοπράνο – έργο άκρως σημαντικό μετά την αναστολή της λειτουργίας του Ιδρύματος Μαρία Κάλλας το 1987.
Γεννημένη στη Νέα Υόρκη, μεγαλωμένη και σπουδασμένη στην Αθήνα και ξεκινώντας την καριέρα της από την Ιταλία, όπου ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον επιχειρηματία Τζοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, η Κάλλας ήθελε, ήδη από τη δεκαετία του 1950 να γράψει την αυτοβιογραφία της και το προσπάθησε εκ νέου είκοσι χρόνια αργότερα λίγο προτού πεθάνει από έμφραγμα. Αυτές τις δύο αφηγήσεις εντάσσει ο Βολφ στο βιβλίο μαζί με μια μεγάλη σειρά επιστολών (γραμμένες στα ιταλικά, τα αγγλικά και τα ελληνικά) τις οποίες η Κάλλας απηύθυνε στα πιο διαφορετικά πρόσωπα: από τον Λουκίνο Βισκόντι και τον Πιέρ Πάολο Παζολίνι μέχρι τους μέντορές της Ελβίρα ντε Ιντάλγκο και Τούλιο Σεραφίν, την Τζάκι Κένεντι (όταν ήταν ακόμη η Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ), την Γκρέις Κέλι και τον Αριστοτέλη Ωνάση.
Αφηγήσεις και επιστολές ξεδιπλώνουν από τη μια πλευρά ένα ένδοξο καλλιτεχνικό ταξίδι ανά την υδρόγειο και από την άλλη, μια ιδιωτική περιπέτεια γεμάτη πικρίες και οικτρές διαψεύσεις. Η Κάλλας αποθεώνεται στο Μιλάνο, στο Βερολίνο, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στην Αθήνα, στη Βιέννη, αλλά και στις ΗΠΑ, στην Αργεντινή και στο Μεξικό, ανεβαίνοντας με τρομακτική ταχύτητα τη σκάλα προς την κορυφή ενώ φοβάται ακατάπαυστα για τη φωνή της και δεν διατηρεί πάντοτε με συνέπεια τα επαγγελματικά της συμβόλαια. Παράλληλα, η Μαρία καβγαδίζει συνεχώς για οικονομικά ζητήματα με τους γονείς, την αδελφή και τον σύζυγό της και λατρεύει τον Ωνάση, αλλά η σχέση τους οδηγείται σύντομα σε πλήρες αδιέξοδο.
Σημαντικότερη αποδεικνύεται σίγουρα η δεύτερη αφήγηση της Κάλλας, όπου εξηγεί την πίστη της στη μελωδική γραμμή του μπελκάντο, τη συναισθηματική της ταύτιση με τη Νόρμα του Μπελλίνι, το πώς της άρεσε να υποδύεται φωνητικά την κουρασμένη Βιολέττα από την «Τραβιάτα» του Βέρντι, αλλά και τους δεσμούς της με τον ρεαλισμό της «Τόσκα» του Πουτσίνι. Και δίπλα στις μουσικές της προτιμήσεις, η Μαρία θα βάλει και τον Ωνάση, τη δια βίου αγάπη της. Μιλώντας πια ως έμπειρη και ώριμη γυναίκα, είναι σε θέση να αποτιμήσει τον «Αρίστο» ζυγίζοντας προσεκτικά τα προτερήματα και τα ελαττώματά του, αλλά και να κατανοήσει βαθύτερα πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε στη ζωή της – πρώτα ως εραστής της κι ύστερα ως φίλος.